Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν 

ti-perimenoyme-apo-ti-synantisi-mitsotaki-erntogan-tessera-arthra-stin-k-561397516

Παύλος Παπαδόπουλος14.06.2021 • 08:55

Σχεδόν μισό αιώνα πλανάται το μορατόριουμ στο Αιγαίο, δηλαδή η συμφωνία Ελλάδας και Τουρκίας αποφυγής ενεργειών κυριαρχίας πέραν των έξι μιλίων χωρικών υδάτων ως την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. 

Οι στρατιωτικές ενέργειες των Τούρκων εκδηλώνονται –ήδη από το 1973– κάθε φορά που η Ελλάδα επιχειρεί να ασχοληθεί με τον πυθμένα υδάτων πέραν των 6 μιλίων. Το «Χόρα» το 1976, το «Σισμίκ» το 1987 αλλά ακόμα και η κρίση των Ιμίων το 1996 –που σημειώθηκε επτά μήνες μετά την κύρωση από την ελληνική Βουλή της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας, η οποία επιτρέπει την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια– μπορούν να ερμηνευτούν ως ενέργειες με στόχο τον περιορισμό της Ελλάδας στα 6 μίλια και άρα την ανανέωση του μορατόριουμ. 

Διότι «μορατόριουμ» δεν είναι μόνον η αποφυγή στρατιωτικών προκλήσεων, αλλά και η απαγόρευση ερευνών. 

Στο πλαίσιο αυτό, η περυσινή τουρκική επιχείρηση με το «Ορούτς Ρέις» να «χαράσσει» τις γραμμές του ανυπόστατου (αλλά εν ισχύι) τουρκολιβυκού μνημονίου μπορεί να ερμηνευτεί ως πράξη του ιδίου έργου. 

Ως ενέργεια με στόχο την επέκταση του μορατόριουμ έως την Κύπρο, η οποία ακολούθησε έπειτα από ελληνικές νύξεις (τον Οκτώβριο του 2019) για κοίτασμα νότια της Κρήτης («Τάλως»). 

Βεβαίως, η Ελλάδα δεν έχει λόγο να αρνείται την ηρεμία, έστω κι αν το αντίτιμο είναι η αδυναμία κατοχύρωσης πεδίων υδρογονανθράκων χωρίς την τουρκική συναίνεση ή η αδυναμία αξιοποίησης του ενδεχόμενου ύπαρξης κοιτασμάτων ως πρόφαση για μια de facto επέκταση των χωρικών υδάτων μέσω ερευνών…

Στο πλαίσιο αυτό, μετά τις τουρκικές προκλήσεις του 2020, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντά σήμερα τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. 

Ολοι οι πρωθυπουργοί έχουν αντιμετωπίσει εντάσεις που προηγούνται συναντήσεων. 

Τι διαφορετικό μπορεί να γίνει σήμερα; Στο αφιέρωμα της «Κ», ο Ευάγγελος Βενιζέλος τονίζει ότι η συνάντηση γίνεται μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο όπου «συντελείται η στρατηγική ανασυγκρότηση της Δύσης». 

Η Ντόρα Μπακογιάννη υποστηρίζει ότι η «επανεκκίνηση στις σχέσεις των δύο χωρών» είναι εφικτή.

Ο Γιώργος Κατρούγκαλος θεωρεί ότι πρέπει να πιεστεί η Τουρκία για έναν ουσιαστικό διάλογο, ενώ ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, που προβλέπει «επανάληψη μονολόγων», προσθέτει ότι «ένας αλυσιτελής διάλογος είναι προτιμότερος από τη χρήση όπλων».

ΝΤΟΡΑ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ*

Μια νέα στρατηγική προσέγγιση

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βγαίνουν(;) από μία περίοδο μεγάλης κρίσης, ίσως της μεγαλύτερης των τελευταίων ετών. Η επιθετική πολιτική της Τουρκίας, με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, την ένταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο και η ακραία ρητορική που υιοθέτησε το τελευταίο διάστημα δυσκολεύει την επόμενη μέρα των ελληνοτουρκικών.

Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία –και η κλιμάκωση της έντασης την περασμένη χρονιά το αποδεικνύει– ότι πλέον δεν μπορούμε να πορευόμαστε απλώς «κατασταλτικά». Δεν αρκεί πλέον να ρίχνουμε τους τόνους, μέχρι την επόμενη πιθανή, και ίσως αναμενόμενη, κλιμάκωση. Επιβάλλεται ένα στρατηγικό πλάνο που θα προσπαθήσει να θεραπεύσει την παθογένεια των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Διαφορές μεταξύ χωρών μπορεί να υπάρχουν, αλλά είναι ουσιώδες να υπάρχει παράλληλα εμπιστοσύνη και αξιόπιστος δίαυλος επικοινωνίας.

Μία τέτοια στρατηγική προσέγγιση προωθεί επιτυχώς η Ελλάδα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική την τελευταία διετία έχει αυξήσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό που λαμβάνει τόσο από την Ευρώπη όσο και από τη διεθνή κοινότητα. Αποτέλεσμα, το πρίσμα της αντιμετώπισης των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας να είναι ευρωπαϊκό, ενώ οι συμμαχίες της χώρας μας τόσο εντός όσο και εκτός του γεωπολιτικού πλαισίου της Δύσης να έχουν ισχυροποιηθεί.

Στην επιθετικότητα, στον οπορτουνισμό και τον μαξιμαλιστικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας, η Ελλάδα αντιτάσσει επιτυχημένα τις αρχές της αξιοπιστίας, της πολιτικής σταθερότητας και του διεθνούς δικαίου. Αποτέλεσμα αυτού του αξιακού πλαισίου που υιοθετεί η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι η ανάδειξη της Ελλάδας σε έναν ισχυρό περιφερειακό πόλο σταθερότητας.

Αυτό λοιπόν το πλαίσιο πρέπει να αποτελέσει την πλατφόρμα μίας επαναπροσέγγισης του ελληνοτουρκικού διαλόγου, ενός «reboot» στις σχέσεις των δύο χωρών και της πολιτικής τους ηγεσίας. Η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών τον Ιανουάριο του 2021 και οι αμοιβαίες επισκέψεις των ΥΠΕΞ των δύο χωρών δεν αναιρούν φυσικά το βεβαρημένο κλίμα που υπάρχει. Ομως, ξεφεύγουν της απλής και στείρας εθιμοτυπίας που πολλοί προτάσσουν και προτιμούν.

Συνιστούν ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Τουρκία, προς την Ευρώπη και προς τη διεθνή κοινότητα, ότι η Ελλάδα με αυτοπεποίθηση, με αξιοπιστία και με επιχειρήματα υπερασπίζεται τις θέσεις της και αποτελεί μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος. Αυτός είναι ο χαρακτήρας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό είναι και το πνεύμα της αυριανής συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ερντογάν στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, υπό το άγρυπνο βλέμμα των συμμάχων. 

Τα ελληνοτουρκικά πορεύονται εδώ και μισό αιώνα μια διαδρομή αυτοεκπληρούμενης προφητείας εντάσεων και ρητορικής. Αυτός ο φαύλος κύκλος πρέπει επιτέλους να σπάσει. Δεν θα σπάσει σήμερα, δεν θα σπάσει αύριο, θα πάρει χρόνο. Και αυτό γιατί η επόμενη μέρα δεν εξαρτάται μόνο από την Ελλάδα και την Τουρκία. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα την καθορίσουν, με κυριότερο το Κυπριακό, αλλά και τις ευρωτουρκικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις.

Θεμέλια όμως για μία μελλοντική επίλυση των ελληνοτουρκικών, βάσει συνεννόησης μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών μπορούν να είναι μονάχα η αμοιβαία εμπιστοσύνη και η ειλικρίνεια – και αυτά εντός ενός αποδεκτού πλαισίου επικοινωνίας που δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινά αποδεκτή ερμηνεία του διεθνούς δικαίου.  

Η ελληνική εξωτερική πολιτική και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι έτοιμοι να υποστηρίξουν ένα νέο τέτοιο αύριο στις σχέσεις των δύο χωρών. Αυτό που απομένει να δούμε είναι αν και η τουρκική ηγεσία είναι ώριμη πλέον για να συμβάλει σε αυτόν τον στόχο.

*Η κ. Ντόρα Μπακογιάννη είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών, βουλευτής Χανίων της Ν.Δ.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΖΑΚΗΣ*

Δεν περιμένουμε εντυπωσιακές εξελίξεις

Η επικείμενη συνάντηση του κ. Μητσοτάκη με τον κ. Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ, έρχεται να επισφραγίσει τη συνέχιση των διπλωματικών πρωτοβουλιών που οι δύο χώρες εγκαινίασαν στη θέση της διπλωματίας των κανονιοφόρων, η οποία είχε υιοθετηθεί το περυσινό καλοκαίρι. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια εξομάλυνση των διαδικασιών επίλυσης των διαφορών, που επιλέγει την ειρηνική επίλυση απέναντι στη βιαιότητα μιας ένοπλης ρήξης.

Υπάρχει, πάντως, κάτι το προβληματικό σε αυτή τη συνάντηση: συνήθως οι επαφές κορυφής έρχονται να πραγματοποιηθούν ως αποκορύφωμα προηγούμενων διαβουλεύσεων οι οποίες έχουν επιλύσει τα βασικά ζητήματα, και στους δύο ηγέτες απομένει η επικύρωση των συμφωνηθέντων με το κύρος που τους διακρίνει. Στην προκειμένη περίπτωση τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί. Οι διερευνητικές συνομιλίες που έχουν ξεκινήσει και οι συναντήσεις των δύο υπουργών των Εξωτερικών δεν έχουν αποδώσει καρπούς, και η ατμόσφαιρα των ελληνοτουρκικών επιβαρύνεται από αντεγκλήσεις, οι οποίες προκαλούνται από ατυχείς δηλώσεις Τούρκων ιθυνόντων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τι περιμένουμε από τη συνάντηση κορυφής; Μια κουραστική επανάληψη του ομαδικού μονολόγου των δύο ηγετών, όπου ο Τούρκος συνομιλητής θα επαναλάβει τις γνωστές διεκδικήσεις για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και την ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, τις γνωστές αιτιάσεις για την ελληνική πρόθεση επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., για την αποστρατιωτικοποίηση των ακραίων ανατολικών ελληνικών νησιών, τις απαιτήσεις κυριαρχίας πάνω σε ορισμένα ελληνικά νησιά και βραχονησίδες και τον ψόγο για τη δήθεν κακομεταχείριση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης από τις ελληνικές Αρχές, όπως και των μεταναστών που επιχειρούν είσοδο στο έδαφος της χώρας μας; Και την ελληνική πλευρά να αντιτείνει, στηριγμένη στο διεθνές δίκαιο, την ύπαρξη δικαιωμάτων σε υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, τους λόγους στρατιωτικοποίησης των νησιών, τις έωλες διεκδικήσεις της γείτονος πάνω σε ορισμένα ελληνικά νησιά και βραχονησίδες και την ισονομία και ισοπολιτεία που επικρατεί στην Ελλάδα σε σχέση με τη μειονότητα και τους μετανάστες;

Τι θα αποδώσει μια τέτοια συνάντηση; Εκτός από την περίπτωση ενός θαύματος, που θα σημάνει μια στροφή του κ. Ερντογάν σε διαλλακτικότερες συμπεριφορές, και που μπορεί να προκληθεί από την εμπλοκή των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό (όπως έχει δηλώσει ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Μπλίνκεν σε πρόσφατη παρέμβασή του στη Γερουσία και όπως διαφαίνεται από τη συνολική στάση της Ενωσης απέναντι στην Τουρκία), δεν μπορεί να περιμένει κανείς εντυπωσιακές εξελίξεις από αυτή τη συνάντηση. Τα πάντα, λοιπόν, μπορεί να κριθούν εάν ο κ. Ερντογάν πεισθεί να επανέλθει στο δυτικό στρατόπεδο, εγκαταλείποντας τις επαμφοτερίζουσες στάσεις ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, συμπεριλαμβανόμενου και του ηγετικού ρόλου που επιχειρεί να αποκτήσει στον αραβικό κόσμο. Αλλά, παρά την εμφανώς λογική άποψη ότι η Δύση αποτελεί μοναδική επιλογή για τον κ. Ερντογάν κι ότι μεγαλοϊδεατισμοί μετακίνησης της Τουρκίας σε αυτόνομες ατραπούς δεν μπορούν να αποδώσουν, η έντονη μεγαλομανία του ηγέτη τον εμποδίζει από το να δει καθαρά τις περιορισμένες δυνατότητές του.

Κατά συνέπεια, πρέπει να χαιρετίσουμε τη συνάντηση αυτή απλώς γιατί επανέφερε στην ομαλότητα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, γιατί ο διάλογος, έστω και αλυσιτελής, είναι προτιμότερος από τη χρήση των όπλων και γιατί, αν συνεχιστεί, μπορεί στο μέλλον να αποδώσει καρπούς, καθώς μάλιστα η διεθνής κοινότητα διαθέτει σήμερα δικαιοδοτικούς μηχανισμούς που αποδίδουν αντικειμενική δικαιοσύνη εκεί που οι διμερείς σχέσεις είναι αδιέξοδες.

* Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ti-perimenoyme-apo-ti-synantisi-mitsotaki-erntogan-tessera-arthra-stin-k0

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ*

Εις βάρος μας αν βάλουμε χαμηλά τον πήχυ

Οι επόμενες ημέρες θα είναι κρίσιμες για τον διεθνή και περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας. Η συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν θα καθορίσει το νέο πλαίσιο των αμερικανοτουρκικών ισορροπιών σε όλα τα κρίσιμα πεδία στα οποία έχει διεκδικήσει η γείτονα χώρα ενισχυμένο ρόλο (σχέσεις με Ρωσία, Λιβύη, Συρία, Αφγανιστάν, Ουκρανία, Καύκασος, Ανατολική Μεσόγειος). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα αποφασίσει εάν θα προωθήσει μια θετική ευρωτουρκική ατζέντα. Οι αμερικανοτουρκικές και οι ευρωτουρκικές σχέσεις είναι, συνεπώς, σήμερα πιο δυναμικές και σύνθετες από ποτέ. Υπό αυτές τις συνθήκες, σε αυτό το περιβάλλον, θα είναι τεράστιο λάθος της κυβέρνησης να αντιμετωπίζει την Τουρκία με τα εργαλεία άλλων δεκαετιών. Να θεωρεί ότι είναι «απομονωμένη», να προωθεί έναν διάλογο μη λύσης για τα μικρά, για να αποφύγει να καταπιαστεί με τον πυρήνα του ζητήματος: τις ελληνοτουρκικές, ευρωτουρκικές και αμερικανοτουρκικές σχέσεις στη διαπλοκή τους.          

Θα είναι επίσης λάθος η επικείμενη συνάντηση να είναι απλώς μια επανάληψη σε ανώτερο επίπεδο της πρόσφατης επίσκεψης Τσαβούσογλου: να επιδιωχθεί μόνον η συνέχεια της αποκλιμάκωσης της έντασης, να έχουμε απλώς ένα ήσυχο καλοκαίρι. Ετσι θα σπαταλήσουμε χωρίς κέρδος μια σημαντική συγκυρία, στην οποία ο Τούρκος πρόεδρος πιέζεται να επιδείξει εποικοδομητική στάση, αλλά και να στηρίξει την οικονομία του. Κάθε συνάντηση που πραγματοποιεί η Τουρκία με την Ελλάδα χωρίς να πιέζεται για τίποτα, αποκαθιστά την εικόνα της στη Δύση χωρίς κόστος.

Αντιθέτως, τώρα είναι η ευκαιρία να πιεστεί για έναν ουσιαστικό διάλογο (στις διερευνητικές, στα στρατιωτικά ΜΟΕ, στα ζητήματα ασφαλείας/εγγυήσεων στο Κυπριακό, στα ενεργειακά στην Ανατολική Μεσόγειο). Αν δεν επαναθεμελιωθεί ένας ουσιαστικός ελληνοτουρκικός διάλογος και δεν αναλάβει σύντομα η Τουρκία συγκεκριμένες δεσμεύσεις με ευρωπαϊκή εγγύηση, αμέσως μόλις βρει ένα νέο modus vivendi με τις ΗΠΑ και πάρει κάποια θετικά μηνύματα για την οικονομία της από τους γνωστούς Ευρωπαίους εταίρους, είτε θα επιστρέψει στη γνωστή επιθετικότητά της είτε θα επιδιώξει συμφωνίες εις βάρος μας με «πρόθυμους τρίτους» (στην Ουάσιγκτον, στο Βερολίνο ή στις Βρυξέλλες) που δεν φοβούνται τον διάλογο.    

Η επιλογή, λοιπόν, διαλόγου μόνο για θέματα χαμηλής πολιτικής και οικονομίας απλώς κρύβει την απόφαση να μπουν τα ουσιώδη ζητήματα «στη γυάλα». Με τη στάση του αυτή, ο Κ. Μητσοτάκης επαληθεύει τη διαχρονική μας κριτική ότι ούτε συγκεκριμένη στρατηγική επίλυσης των θεμάτων έχει ούτε είναι διατεθειμένος να αναλάβει οποιοδήποτε πολιτικό ρίσκο υπέρ των εθνικών συμφερόντων. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, προκύπτει και από τις συνεχείς αμφιταλαντεύσεις και παλινωδίες του ως προς την ψήφιση των μνημονίων εφαρμογής της συμφωνίας των Πρεσπών. Εξακολουθεί να ασκεί εξωτερική πολιτική με κομματικά, και μάλιστα εσωκομματικά κριτήρια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αντιθέτως, σταθερά προτείνει την επιλογή της ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής με σαφή στρατηγική λύσης των ζητημάτων, στη βάση του διεθνούς δικαίου. Αυτό το νόημα έχει η πρόσφατη πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να διασυνδεθεί, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η ενεργοποίηση της αναθεωρημένης τελωνειακής ένωσης Ε.Ε. – Τουρκίας με την υποχρέωση της Αγκυρας για παραπομπή στη  Χάγη, βάσει συνυποσχετικού, της διαφοράς για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Θα δεχθεί, όμως, η Τουρκία την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο μόνο για τη διαφορά αυτή, χωρίς όλες τις λοιπές απαράδεκτες για εμάς διεκδικήσεις της; Μα, ακριβώς, χωρίς πίεση, χωρίς το κίνητρο μιας νέας οικονομικής σχέσης με την Ε.Ε. και τον φόβο κατάρρευσης της οικονομίας της, η πιθανότητα να δεχθεί κάτι τέτοιο στο μέλλον είναι μηδενική. Αντιθέτως, τώρα υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, που πρέπει να αξιοποιηθεί. Αλλωστε, δεν είμαστε μόνον εμείς που καλούμε τον κύριο Μητσοτάκη να μη θέσει ξανά τον πήχυ χαμηλά. Για ανάγκη «επιθετικής διπλωματίας» έκανε πρόσφατα λόγο η κυρία Μπακογιάννη, για «πιο ενεργητική διπλωματία» ο κύριος Κουμουτσάκος. Τα αδιέξοδα ενός προσχηματικού διαλόγου μη λύσης αναγνωρίζονται ευρύτερα.

 
* Ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ*

Δεν αρκεί ένα ακόμη μορατόριουμ

Τώρα πλέον η ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής συγχρονίζεται με τη συνάντηση Μπάιντεν – Ερντογάν, που επίσης θα γίνει με την ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Ο κ. Ερντογάν όταν θα συναντηθεί με τον Ελληνα πρωθυπουργό θα έχει οριστικοποιήσει τις δικές του απαντήσεις στις σαφείς στρατηγικές ερωτήσεις που θέτει ο πρόεδρος Μπάιντεν σε όλες τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, που στη μεγάλη πλειονότητά τους είναι και μέλη της Ε.Ε.

Ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής πρώτη φορά μετά πολλές δεκαετίες διεξάγεται ως παρακολούθημα μιας στρατηγικά καθοριστικής πολυμερούς συνάντησης, που στην ουσία είναι μια συνάντηση ΗΠΑ – Ε.Ε., μια συνάντηση ΗΠΑ – Τουρκίας και μια συνάντηση ΗΠΑ – Ρωσίας. Η προτεραιότητα του προέδρου Μπάιντεν δεν είναι ούτε οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ούτε το Κυπριακό, αλλά η στρατηγική ανασυγκρότηση της Δύσης και η καθαρή λειτουργία του ευρωατλαντικού άξονα σε σχέση με όλα τα μείζονα ζητήματα, πρωτίστως σε σχέση με την Κίνα και επικουρικά σε σχέση με τη Ρωσία, που θα πιεστεί να τοποθετηθεί σε στρατηγικά διλήμματα πολύ ευρύτερα από αυτά που θέλει να χειρίζεται. Ανάλογο είναι προφανώς και το ζήτημα «Τουρκία», που είναι διαφορετικό και μεγαλύτερο για τις ΗΠΑ από την κατάσταση μόνο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα ανοικτά μέτωπα σε Συρία, Λιβύη, Ουκρανία και η αναζωπύρωση της κρίσης στο Μεσανατολικό (σε όλα εμπλέκονται και η Ρωσία και η Τουρκία), θα γίνει, νομίζω, προσπάθεια να τοποθετηθούν σε ευρύτερα συμφραζόμενα. Ολοι θα κληθούν με κάποιον τρόπο να τοποθετηθούν απέναντι σε αυτό που λέγεται Δύση.

Από τη Γερμανία λόγω του αγωγού Nord Stream 2 και την Ε.Ε. λόγω της ευρωκινεζικής εμπορικής συμφωνίας, μέχρι τον πρόεδρο Πούτιν που πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην απλουστευτική θέση του αντιπάλου της Δύσης και την πιο επεξεργασμένη θέση του στρατηγικά οριοθετημένου «άλλου». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Ερντογάν θα διεκδικήσει όσο γίνεται περισσότερους βαθμούς «εξαιρετισμού» λόγω γεωγραφικής θέσης και πολιτιστικής ταυτότητας, θα τονίσει όμως, εκτιμώ, ότι η Τουρκία είναι μια θεμελιωδώς δυτική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που πάντα επιθυμεί τη στενότερη δυνατή σχέση με την Ε.Ε.

Από την ελληνοτουρκική συνάντηση δεν αρκεί προφανώς τώρα να αναμένουμε απλώς ένα ακόμη μορατόριουμ (βρισκόμαστε 47 χρόνια μετά), ούτε έμφαση στα λεγόμενα θέματα «χαμηλής πολιτικής» (από την πανδημία έως τις οικονομικές σχέσεις). Δεν αρκεί καν κάποια απτή πρόοδος στη διαχείριση του μεταναστευτικού – προσφυγικού.

Από την άλλη πλευρά, δεν νοείται «ασυσκεύαστος» διάλογος εφ’ όλης της ύλης, όπως πάντα τη θέτει η άλλη πλευρά. Υπάρχουν όμως σε εξέλιξη πέντε διαφορετικού νομικού και πολιτικού πλαισίου κύκλοι επαφών. Πρώτον, οι διερευνητικές επαφές για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο που κινούνται εντός του σαφούς περιγράμματος του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Δεύτερον, οι διμερείς επαφές για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, ιδίως τα αεροναυτικά. Τρίτον, οι διμερείς επαφές εντός του θεσμικού πλαισίου του ΝΑΤΟ. Τέταρτον, οι επαφές για θέματα οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας. Πέμπτον, οι γενικές πολιτικές επαφές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Σε αυτά προστίθεται η διαδικασία υπό την αιγίδα του γ.γ. του ΟΗΕ για το Κυπριακό ως διεθνές ζήτημα, στην οποία μετέχουν ως εγγυήτριες δυνάμεις οι δύο χώρες. Ολη αυτή η δέσμη διαδικασιών και επαφών μπορεί και πρέπει να προχωρήσει χωρίς αδράνειες και με αίσθηση του ενιαίου στρατηγικού πλαισίου.

Η Ελλάδα υπερασπίζεται πλήρως την κυριαρχία της, δεν θέλει όμως το Αιγαίο «ελληνική λίμνη», αλλά θάλασσα ανοικτή στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Το είχε πει πολλές φορές ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η Ελλάδα θέλει να ενεργοποιήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα και στην ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, αλλά προφανώς δεν θέλει να αποκλείσει από τη Μεσόγειο την Τουρκία, που έχει τη θέση που της αναλογεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Αυτό είναι ένα πλαίσιο αρχών απέναντι στο οποίο δεν μπορεί να έχει κανείς αντίρρηση διεθνώς.

* Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην υπουργός Εθνικής Αμυνας.

Posted by atzirkotis

Navy Officer (retired) - Hellenic Navy and Navy of Cyprus National Guard

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.