Μεγάλης κλίμακας επιχείρηση με στόχο να καταστραφεί στρατιωτικά η PLO και να εκδιωχθούν οι δυνάμεις της Συρίας από τη χώρα

Πηγή: https://www.kathimerini.gr/istoria/562888783/i-israilini-eisvoli-ston-livano/

Μέχρι τα μέσα του 1970, ο Λίβανος ήταν ένα ευημερούν κράτος (συχνά αποκαλείτο «Ελβετία της Ανατολής») το οποίο δεν είχε βιώσει σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις της αραβοϊσραηλινής διένεξης και της γενικότερης αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, ήταν μια ανίσχυρη κρατική οντότητα με αδύναμες ένοπλες δυνάμεις και δυνάμεις ασφαλείας, όπου σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτιζαν, σε αυξανόμενο βαθμό, πολιτοφυλακές προσκείμενες σε κόμματα ή/και θρησκευτικές κοινότητες. Επίσης, τόσο η πολιτική/θεσμική του οργάνωση όσο και η κοινωνία του κυριαρχούνταν από το σύστημα του (θρησκευτικού) κοινοτισμού όπου η εξουσία καταμεριζόταν λίγο-πολύ ισομερώς μεταξύ των τριών κυρίαρχων γηγενών πληθυσμιακών ομάδων: των χριστιανών μαρωνιτών, των σουνιτών μουσουλμάνων και των σιιτών μουσουλμάνων.

Σημείο καμπής για την ταχύτατη αποσύνθεση του Λιβάνου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσε η άφιξη νέων κυμάτων Παλαιστινίων προσφύγων (Παλαιστίνιοι πρόσφυγες είχαν ήδη καταφύγει στον Λίβανο από τα τέλη της δεκαετίας του 1940) και της PLO μετά την εκδίωξη της τελευταίας από την Ιορδανία το 1970. Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε την ανατροπή της εύθραυστης πληθυσμιακής και πολιτικής τριμερούς ισορροπίας πάνω στην οποία είχε βασιστεί το πολίτευμα του Λιβάνου, ισορροπία που ούτως ή άλλως έτεινε να διασαλευθεί εξαιτίας της μεγαλύτερης γεννητικότητας του μουσουλμανικού πληθυσμού. Επίσης, οι συνεχείς επιθέσεις της PLO εναντίον του Ισραήλ από το λιβανέζικο έδαφος προκαλούσαν ισραηλινά αντίποινα στο έδαφος του Λιβάνου.

Επειτα από μια περίοδο ένοπλων επεισοδίων, τον Απρίλιο του 1975 ξέσπασε στη χώρα εμφύλιος πόλεμος με πρωταγωνιστές τους μαρωνίτες από τη μία πλευρά και Παλαιστίνιους μαχητές από την άλλη. Στις συγκρούσεις ενεπλάκησαν και οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες καθώς και οι ισχυρότεροι γείτονες του Λιβάνου. Για εύλογους λόγους, το Ισραήλ δεν επιθυμούσε την επικράτηση ενός ριζοσπαστικού καθεστώτος όπου θα ήταν σημαντικός ο ρόλος και η επιρροή της PLO. Αλλά ούτε η Συρία του Χαφέζ αλ Ασαντ επιθυμούσε οι πολιτικές εξελίξεις να πάρουν τροπή δυσάρεστη για τα συριακά συμφέροντα. Το καλοκαίρι του 1976, ο Ασαντ απέστειλε στον Λίβανο ισχυρές συριακές δυνάμεις και πολύ σύντομα μεγάλο μέρος της χώρας ουσιαστικά ελεγχόταν από τη Συρία. Βέβαια, καθώς το σκηνικό παρέμενε ρευστό και η PLO διατήρησε την επιρροή της, από το 1976-77 άρχισε και το Ισραήλ να αναμειγνύεται ενεργά στηρίζοντας χριστιανικές πολιτοφυλακές και οργανώσεις στον νότιο Λίβανο. Μετά το 1977, όταν για πρώτη φορά κυβέρνηση στο Ισραήλ συγκρότησε το δεξιό κόμμα Λικούντ και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο σκληροπυρηνικός Μεναχέμ Μπέγκιν, οι Ισραηλινοί αποφάσισαν να αναλάβουν πολύ πιο δυναμική δράση για την αντιμετώπιση των επιθέσεων της PLO. Τον Μάρτιο του 1978, έλαβε χώρα μια πρώτη, σύντομης διάρκειας, ισραηλινή εισβολή στον νότιο Λίβανο. Η κρίση συνέχισε να σοβεί. Μέχρι το 1982, όταν έλαβε χώρα η πολύ μεγαλύτερης κλίμακας ισραηλινή εισβολή, ο Λίβανος είχε ήδη καταστεί αυτό που, μεταγενέστερα, ονομάστηκε «αποτυχημένο κράτος» («failed state»).

Καθώς η PLO και άλλες παλαιστινιακές οργανώσεις συνέχιζαν τις επιθέσεις τους εναντίον στόχων στο βόρειο Ισραήλ και το Λικούντ υπό τον Μπέγκιν επικράτησε εκ νέου στις εκλογές του 1981, συμμαχώντας πλέον με μικρότερα δεξιά κόμματα για να συγκροτήσει κυβέρνηση, άνοιξε ο δρόμος για την ισραηλινή εισβολή του 1982. Η ισραηλινή κυβέρνηση επέλεξε να μη διερευνήσει τις πιθανότητες για μια συνολική συμβιβαστική διευθέτηση με τον αραβικό κόσμο, η οποία αναπόφευκτα θα περιλάμβανε και τους Παλαιστινίους. Αντίθετα, αρκέστηκε στην εφαρμογή των όρων ειρήνευσης Ισραήλ – Αιγύπτου. Η κυβέρνηση Μπέγκιν ήταν αποφασισμένη να μην αναγνωρίσει δικαίωμα αυτοδιάθεσης στους Παλαιστινίους και την πιθανότητα δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους – σίγουρα όχι σε εδάφη που κατείχε το Ισραήλ. Παράλληλα, η ενίσχυση της συριακής στρατιωτικής παρουσίας θεωρήθηκε πρόκληση για την ισραηλινή ασφάλεια.

Επειτα από μήνες διαβουλεύσεων και σχεδιασμών, και παρότι οι σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ περνούσαν τότε από μια φάση προσωρινής κρίσης, η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στον Λίβανο με ισχυρές χερσαίες δυνάμεις: στόχος των Ισραηλινών ήταν να καταφέρουν ισχυρό πλήγμα εναντίον των Παλαιστινίων, να καταστρέψουν στρατιωτικά (ει δυνατόν και πολιτικά) την PLO, να εκδιώξουν τις συριακές δυνάμεις και να επιβάλουν στη χώρα ένα καθεστώς φιλικό προς τα ισραηλινά συμφέροντα.

Μάλιστα, σημαίνοντα μέλη της ισραηλινής κυβέρνησης, όπως ο υπουργός Αμυνας Αριέλ Σαρόν (ο οποίος ήταν ο ενορχηστρωτής της ισραηλινής εισβολής που ακολούθησε), προσδοκούσαν σε μια γενικότερη αναδιάταξη του γεωπολιτικού σκηνικού στην περιοχή μετά μια επιτυχημένη ισραηλινή εισβολή: δηλαδή, όχι απλώς στην καταστροφή της PLO και στην έκλειψη του συριακού παράγοντα από τον Λίβανο με την επιβολή φιλοϊσραηλινής κυβέρνησης εκεί, αλλά και στην εκδίωξη των Παλαιστινίων από τον Λίβανο, στη δημιουργία νέου παλαιστινιακού προσφυγικού κύματος προς την Ιορδανία και στην ανατροπή του ιορδανικού καθεστώτος και την αντικατάστασή του από ένα παλαιστινιακό κράτος. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην «επίλυση» του παλαιστινιακού ζητήματος και θα επέτρεπε την οριστική ενσωμάτωση της Δυτικής Οχθης στο Ισραήλ. Ηδη από τις αρχές του 1982 ο Σαρόν βρισκόταν σε συνεννοήσεις με τον Μπασίρ Τζεμαγέλ, σημαίνοντα ηγέτη του μαρωνίτικου κόμματος Φάλαγγα και επικεφαλής των παραστρατιωτικών του δυνάμεων, ώστε να συντονιστεί η δράση των δύο πλευρών.

Πύρρειος νίκη με σοβαρές απώλειες σε πολιτικό – διπλωματικό επίπεδο

Τον Ιούνιο του 1982, με αφορμή και την απόπειρα δολοφονίας του Ισραηλινού πρεσβευτή στο Λονδίνο, ισχυρότατες ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν στον Λίβανο και, κάμπτοντας την αντίσταση των συριακών δυνάμεων και της PLO, προήλασαν εντός τριών ημερών έως τη Βηρυτό. Παρά όμως τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, ο σχεδιασμός των Ισραηλινών ανατράπηκε από την αδυναμία των συμμάχων τους, των λιβανέζικων δυνάμεων του Τζεμαγέλ, να συνδεθούν από Βορρά με τον προελαύνοντα ισραηλινό στρατό και, ακολούθως, από την απροθυμία των Φαλαγγιτών να αναλάβουν την εξόντωση ή εκδίωξη της PLO από τη μουσουλμανική δυτική Βηρυτό. Προκειμένου να μην εμπλακούν σε αιματηρές οδομαχίες αλλά και για να αποφευχθούν οξείες διεθνείς αντιδράσεις εξαιτίας της κατάληψης μιας αραβικής πρωτεύουσας από τον ισραηλινό στρατό, οι Ισραηλινοί προτίμησαν να την πολιορκήσουν και άρχισαν να τη βομβαρδίζουν, πλήττοντας στρατόπεδα της PLO. Χιλιάδες Λιβανέζοι και Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια εκείνων των βομβαρδισμών, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες προσφυγοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.

Η ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο-1
12 Ιουνίου 1982. «Φρικιαστική» χαρακτηρίζει την εικόνα της Βηρυτού μετά τους βομβαρδισμούς η «Κ» στον πρωτοσέλιδο τίτλο.

Επειτα από παρέμβαση των ΗΠΑ συμφωνήθηκαν ο τερματισμός των ισραηλινών βομβαρδισμών και η ασφαλής εκκένωση της Βηρυτού –και συνολικά του Λιβάνου– από τις δυνάμεις της PLO. Πράγματι εστάλη μια πολυεθνική δύναμη για να επιβλέψει την αποχώρηση και να εγγυηθεί την ασφάλεια των μαχητών και του Αραφάτ. Οι Παλαιστίνιοι μαχητές διασκορπίστηκαν σε άλλες γειτονικές χώρες, ενώ ο Αραφάτ μετέφερε το αρχηγείο του στην Τυνησία. Ωστόσο, η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη. Τον Σεπτέμβριο εξαγγέλθηκε το λεγόμενο «Σχέδιο Ρέιγκαν», μια αμερικανική ειρηνευτική πρωτοβουλία για την επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, η οποία ωστόσο ναυάγησε άμεσα. Επίσης, η τάξη στον Λίβανο ήταν αδύνατο να αποκατασταθεί και οι Ισραηλινοί εκτιμούσαν ότι πολλοί Παλαιστίνιοι μαχητές παρέμεναν κρυμμένοι σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Τον ίδιο μήνα δολοφονήθηκε ο Τζεμαγέλ, που λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε εκλεγεί πρόεδρος του Λιβάνου. Τότε οι Ισραηλινοί επέτρεψαν στους Φαλαγγίτες να προχωρήσουν σε αιματηρά αντίποινα εισβάλλοντας σε παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς – γεγονότα που έμειναν γνωστά ως οι σφαγές της Σάμπρα και Σατίλα (16 Σεπτεμβρίου 1982). Οι σφαγές και η ισραηλινή ανοχή προκάλεσαν κατακραυγή όχι μόνο στον μουσουλμανικό κόσμο αλλά και στη Δύση, ακόμη και στο ίδιο το Ισραήλ.

Παράλληλα, ούτε η πολυεθνική δύναμη (απαρτιζόμενη από Αμερικανούς, Γάλλους και Ιταλούς στρατιώτες) που αναπτύχθηκε στον Λίβανο μπόρεσε να προσφέρει τα αναμενόμενα. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 1984 αποχώρησε δίχως να έχει επιτύχει στην αποστολή της, αφού προηγήθηκαν πολύνεκρες βομβιστικές τρομοκρατικές επιθέσεις πρώτα εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας στη Βηρυτό τον Απρίλιο του 1983 και έπειτα εναντίον στρατώνων της πολυεθνικής ειρηνευτικής δύναμης τον Οκτώβριο του 1983. Η τελευταία κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες Αμερικανούς και δεκάδες Γάλλους στρατιώτες.

Αποχώρησαν τρία χρόνια μετά

Γενικότερα, η εισβολή στον Λίβανο αποδείχθηκε πύρρειος νίκη –στην καλύτερη περίπτωση– για το Ισραήλ. Χάρη στη χρήση ισχυρότατων στρατιωτικών δυνάμεων, οι Ισραηλινοί πέτυχαν μέσα σε ένα δίμηνο τον κύριο αντικειμενικό σκοπό της εκστρατείας, δηλαδή την εκδίωξη της PLO από τον Λίβανο, και έπειτα υποχώρησαν στον νότιο Λίβανο. Ωστόσο, αφενός δεν αποχώρησαν όλοι οι Παλαιστίνιοι μαχητές, αφετέρου η οργισμένη αντίδραση των Λιβανέζων μουσουλμάνων για την εισβολή και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν εκφράστηκε με την ίδρυση της Χεζμπολάχ: μιας ακραίας παραστρατιωτικής οργάνωσης σιιτών που είχε την υλική υποστήριξη του Ιράν (κυρίως) αλλά και της Συρίας του Aσαντ, η οποία τα επόμενα έτη κατέστη κράτος εν κράτει στον Λίβανο.

Η οργή των Λιβανέζων σιιτών για την εισβολή και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν εκφράστηκε με την ίδρυση της ακραίας παραστρατιωτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ.

Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατη η επικράτηση ενός φιλοϊσραηλινού καθεστώτος στον Λίβανο και η αποτίναξη της συριακής παρουσίας και επιρροής. Αντίθετα, οι ισραηλινές δυνάμεις στον νότιο Λίβανο έγιναν στόχος συνεχών επιθέσεων για περίπου μία τριετία, μέχρι να αποφασιστεί η αποχώρησή τους το 1985 – οι Ισραηλινοί διατήρησαν μόνο μια «ζώνη ασφαλείας» εντός του Λιβάνου κατά μήκος των συνόρων Λιβάνου – Ισραήλ. Σε πολιτικό – διπλωματικό επίπεδο, το Ισραήλ απώλεσε σημαντικό μέρος της συμπάθειας που απολάμβανε στη διεθνή (ιδίως τη δυτική) κοινή γνώμη, ενώ αυξήθηκαν το φιλειρηνικό ρεύμα στο εσωτερικό της χώρας και οι φωνές για επίδειξη μεγαλύτερης αυτοσυγκράτησης και μετριοπάθειας και για λήξη των επιχειρήσεων στον Λίβανο.

Η ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο-2
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μεναχέμ Μπέγκιν (με το κοστούμι) και ο υπουργός Αμυνας Αριέλ Σαρόν την ημέρα έναρξης των επιχειρήσεων. [ASSOCIATED PRESS]

Τέλος, παρότι η ισραηλινή εισβολή αποσκοπούσε στο να καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στον παλαιστινιακό εθνικισμό, η εισβολή είχε τα αντίθετα αποτελέσματα: γεγονότα όπως οι σφαγές Παλαιστινίων και άλλων Αράβων αμάχων προκαλούσαν πρόσθετη απογοήτευση και οργή, και τροφοδοτούσαν την πολιτικοποίηση των Παλαιστινίων σε Δυτική Οχθη και Γάζα και την αυτοοργάνωσή τους. Αυτό το τελευταίο προετοίμασε το έδαφος για την έκρηξη της παλαιστινιακής εξέγερσης (της Ιντιφάντα) τον Δεκέμβριο του 1987.

*Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Posted by atzirkotis

Navy Officer (retired) - Hellenic Navy and Navy of Cyprus National Guard

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.