Οκτώβριος 2018

Πρόλογος Ευ. Βενιζέλου στο βιβλίο του Αλ. Π. Μαλλιά “Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία- Η Αυτοψία της Δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών” (εκδ. ΣΙΔΕΡΗΣ, 2018)

Πηγή: https://www.evenizelos.gr/books-studies/forewordbooks/6004-2018.html

Στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ υπήρχαν οι προϋποθέσεις να επιτευχθεί μια συμφωνία που θα συγκέντρωνε ευρύτατη συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και θα έσπαγε την αρνητική παράδοση της μετατροπής των κρίσιμων θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής σε σημεία όχι απλώς διαφωνίας και τριβής, αλλά μετωπικής σύγκρουσης.

Το λεγόμενο ονοματολογικό ανήκει βεβαίως στον κατάλογο των εθνικών θεμάτων, δηλαδή των εκκρεμοτήτων της εξωτερικής πολιτικής που είτε είναι καθοριστικές για την εθνική στρατηγική, είτε είναι αντικείμενο ιδιαίτερης ευαισθησίας της κοινής γνώμης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στον Ελληνισμό, είτε και τα δυο. Το ονοματολογικό αφορά την εθνική αυτοσυνειδησία και ταυτότητα, αφορά την περιφερειακή σταθερότητα στα Δυτικά Βαλκάνια, αφορά την αίσθηση αξιοπρέπειας της ελληνικής κοινωνίας καθώς σχετίζεται με το γενικότερο ζήτημα της συνολικής εθνικής ισχύος και της διεθνούς θέσης της χώρας μετά την εμπειρία της οικονομικής κρίσης και των σκληρών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που στέρησε πολλές θέσεις στη διεθνή κατάταξη της χώρας, αλλά δεν είναι ένα ζήτημα καθοριστικό για την ασφάλεια και την άμυνά της. Προφανώς δεν συγκρίνεται με τα προβλήματα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και το Κυπριακό.

Στο ονοματολογικό είχε επιπλέον διαμορφωθεί σταδιακά μια ενιαία, σαφής και σταθερή εθνική γραμμή, ευρύτατης πολιτικής στήριξης ή έστω αποδοχής, με κορμό ένα σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό που θα ίσχυε έναντι πάντων (erga omnes), θα ήταν δηλαδή το ίδιο για κάθε χρήση, στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας και διεθνώς, διμερώς και πολυμερώς.

Το momentum 

Η αλλαγή των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών στα Σκόπια με το σχηματισμό της κυβέρνησης Ζάεφ, η απαξίωση της αφελούς, αντιαισθητικής και ανιστόρητης πολιτικής εξαρχαϊσμού που είχε εφαρμόσει η κυβέρνηση Γκρούεφσκι και η ανανέωση του ενδιαφέροντος της γειτονικής χώρας για την ευρωατλαντική της προοπτική και άρα την ένταξή της άμεσα στο ΝΑΤΟ και εν δυνάμει στην ΕΕ, διαμόρφωσαν ένα momentum που δεν έπρεπε ούτε μπορούσε να αφήσει αδιάφορη οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση.

Το momentum αυτό ήταν άλλωστε απώτερο αποτέλεσμα και της ελληνικής στάσης που περιλαμβάνει την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 με την οποία πορεύθηκε η χώρα είκοσι τρία χρόνια υπό διάφορες εσωτερικές καταστάσεις και το κεκτημένο της κοινής θέσης των κρατών μελών του ΝΑΤΟ που διαμορφώθηκε στο Βουκουρέστι το 2008 και παρέμεινε ισχυρή και σταθερή παρά την απόφαση που έλαβε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης επί της προσφυγής της πΓΔΜ, ακριβώς γιατί η απόφαση αυτή για την ερμηνεία της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δεν αφορούσε την κοινή θέση των κρατών μελών της Συμμαχίας για τα οποία η Ενδιάμεση Συμφωνία είναι res inter alios acta.

Η διαπραγμάτευση υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ και τη φροντίδα του ακατάβλητου και ρεαλιστή Μάθιου Νίμιτς συνεχιζόταν, άλλωστε, επί είκοσι επτά περίπου χρόνια. Οι διμερείς σχέσεις ήταν πρακτικά ομαλές παρά τις προκλήσεις των Σκοπίων ως προς την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, η οικονομική συνεργασία πάντα καλή παρά τη ριζική αλλαγή των δεδομένων για την ελληνική πλευρά από το 2010 και μετά, ενώ η Ελλάδα ήταν και είναι πάντα ο προνομιακός τόπος διακοπών για τους γείτονες.

Η εσωτερική πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης


Υπήρχαν συνεπώς όλες οι προϋποθέσεις για την αξιοποίηση του momentum μέσα σε συνθήκες ευρύτατης συναίνεσης, με τη σύμπραξη της αντιπολίτευσης, τουλάχιστον των δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Η κυβέρνηση όμως ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θεώρησε ευθύς εξαρχής ότι το ονοματολογικό μπορεί να αποβεί το όχημα μιας εσωτερικής πολιτικής μετάλλαξης. Αντί να διχάσει την κυβέρνηση και να κλονίσει τη φαινομενικώς ετερόκλητη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, οι κυβερνητικοί συνέταιροι σκέφτηκαν ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει αντίστροφα, σύμφωνα με τις αρχές του πολιτικού αταβισμού. Να επιτρέψει δηλαδή στους δυο εταίρους να απευθυνθούν στα διαφορετικά τους ακροατήρια με απολύτως αντίθετες θέσεις, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ υπέρ μιας συμφωνίας κλείνοντας το μάτι στο προοδευτικό ακροατήριο έως τις παρυφές της κεντροδεξιάς, οι δε ΑΝΕΛ σφόδρα εναντίον μιας συμφωνίας κλείνοντας το μάτι στο «υπερπατριωτικό» ακροδεξιό ακροατήριο. Με τον τρόπο αυτό θεώρησαν ότι επιτυγχάνουν τέσσερις στόχους ταυτοχρόνως:

Πρώτον, διατηρούν αλώβητη την κυβερνητική πλειοψηφία στη βάση της νομής της εξουσίας.

Δεύτερον, ανανεώνουν τις δήθεν ιδεολογικοπολιτικές ταυτότητές τους και ανακτούν επαφή με διαφορετικά και αντίθετα ακροατήρια.

Τρίτον, μεταφέρουν το πρόβλημα στο εσωτερικό των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Τέταρτον, παρεμβαίνουν στη δυναμική πιθανών μετεκλογικών συνεργασιών με δεδομένη την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ πιθανή τη μη συμμετοχή των ΑΝΕΛ στην επόμενη Βουλή.

Η πρόταξη αυτού του εσωτερικού πολιτικού σχεδιασμού επηρέασε καταλυτικά τη μέθοδο αλλά και την ποιότητα της διαπραγμάτευσης. Δεν αναζητήθηκε ούτε η σύμπραξη ούτε η συναίνεση της αντιπολίτευσης. Ούτε καν των δυνάμεων που ήσαν σαφώς υπέρ μιας συμφωνίας που θα περιείχε όμως τις αναγκαίες και βιώσιμες ισορροπίες. Η Συμφωνία της 17ης Ιουνίου 2018 (Συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ) εμφανίστηκε ως προϊόν προετοιμασίας των δυο υπουργών εξωτερικών και τελικής πολιτικής απόφασης των δυο πρωθυπουργών, χωρίς περιθώρια βελτίωσης ούτε καν νομοτεχνικής.

Ποια είναι η ισορροπία της Συμφωνίας;

Το πολιτικό επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι επιτεύχθηκε ένας έντιμος συμβιβασμός πολύ καλύτερος από την υφιστάμενη κατάσταση: η Ελλάδα πήρε το σύνθετο όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό και την erga omnes χρήση που διασφαλίζεται και με αναθεώρηση του Συντάγματος της πΓΔΜ. Ως αντάλλαγμα αναγνώρισε την ιθαγένεια και τη γλώσσα ως «μακεδονική». Το ακριβές είναι ότι η Ελλάδα έδωσε την άμεση ένταξη στο ΝΑΤΟ και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ και επιπλέον τον χαρακτηρισμό ως μακεδονικής της ιθαγένειας, της γλώσσας ( άρθρο 1 παρ. 3 περ. β και γ αντίστοιχα ), αλλά και της εθνικότητας, με την έννοια του αυτοπροσδιορισμού, μέσω της χρήσης του όρου «Μακεδονία» και «Μακεδονικός» με το νόημα που αναγνωρίζει στους όρους αυτούς το άρθρο 7 της Συμφωνίας στο οποίο παραπέμπει και το άρθρο 1 παρ.3 περ. δ. Ας γίνω λίγο πιο αναλυτικός:

Ο όρος nationality στο άρθρο 1 παρ. 3 περ. β ορθώς μεταφράζεται στα ελληνικά ως ιθαγένεια καθώς αποδίδει τη διεθνή όψη της ιθαγένειας που είναι ο νομικός δεσμός του πολίτη με το κράτος στον λαό του οποίου αυτός ανήκει. Όμως με τον τρόπο αυτό, εφόσον οι πολίτες έχουν ιθαγένεια «μακεδονική» με την έννοια μάλιστα που έχει ο όρος στο άρθρο 7 της Συμφωνίας, δηλαδή με βάση μια ιστορική πρόσληψη που διαφοροποιείται από την αρχαία ελληνική ιστορία αλλά έχει τις δικές της ιστορικές αναγωγές και ο λαός στον οποίο ανήκουν οι πολίτες αυτοί συνολικά χαρακτηρίζεται ως «Μακεδονικός». Υπερακοντίζεται έτσι ακόμη και το ισχύον άρθρο 4 του Συντάγματος της πΓΔΜ που δεν ορίζει την ιθαγένεια (citizenship στην επίσημη αγγλική μετάφρασή του για να δοθεί έμφαση στην εσωτερική διάσταση της ιθαγένειας) ως «μακεδονική», αλλά περιγραφικά ως την ιδιότητα του πολίτη του συγκεκριμένου κράτους.

Τα θέματα όμως της ethnicity / εθνικότητας, δεν βρίσκονται έξω από την ύλη της Συμφωνίας καθώς αφορούν τις ταυτότητες, τα ιστορικά αφηγήματα, τους αυτοπροσδιορισμούς και τις αυτοπροσλήψεις που ρυθμίζονται στο άρθρο 7. Το άρθρο αυτό δεν έχει προφανώς σημασία για τους Αλβανούς ως προς την εθνική καταγωγή πολίτες που αρκούνται στη «μακεδονική» ιθαγένειά τους, αλλά για τη σλαβική πλειονότητα των πολιτών της γειτονικής χώρας που με τον όρο «Μακεδονία» και «μακεδονικός» ανάγονται σε γλωσσικά, πολιτιστικά, ιστορικά και εν τελεί εθνικά χαρακτηριστικά. Ακόμη και ως προς τη διαφοροποίηση από την αρχαία ελληνική ιστορία και την εγκατάλειψη της αφελούς θεωρίας του εξαρχαϊσμού, το άρθρο 7 ρυθμίζει καταρχάς επίσημες χρήσεις και κρατικά αφηγήματα στα οποία πρέπει να προστεθεί και η υποχρέωση δέουσας επιμέλειας του γειτονικού κράτους για τις «ιδιωτικές» χρήσεις. Όμως όταν τίθεται ζήτημα αυτοπροσδιορισμού ( ατομικού που μπορεί όμως να ασκηθεί από πολλούς μαζί ) και ελευθερίας του λόγου στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών, ακόμη και οι ιστορικές οριοθετήσεις του άρθρου 7 μπορεί να αμφισβητηθούν στην πράξη έστω και αν αυτό είναι επιστημονικά ανυπόστατο. Το ζήτημα είναι ότι τώρα η χρήση των όρων και εν μέρει των νοημάτων αναγνωρίζεται νομικά από την Ελλάδα.

Το πολιτικό επιχείρημα της κυβέρνησης των Σκοπίων είναι ότι επιτεύχθηκε ένας εξαιρετικά ωφέλιμος συμβιβασμός, που συνιστά επιτυχία της. Η γειτονική χώρα αποδέχεται το σύνθετο όνομα «Βόρεια Μακεδονία» και την erga omnes χρήση του και τα διασφαλίζει όλα αυτά με δημοψήφισμα και αναθεώρηση του Συντάγματός της (αναθεώρηση έγινε όμως και μετά την Ενδιάμεση Συμφωνία). Ως αντάλλαγμα λαμβάνει την ένταξη στο ΝΑΤΟ, την έναρξη διαπραγματεύσεων για ένταξη στην ΕΕ, την αναγνώριση της γλώσσας, αλλά και της εθνικότητας και της εθνικής ταυτότητας και αφήγησης ως μακεδονικής, με εξαίρεση την προφανώς ανιστόρητη και αφελή διεκδίκηση της κληρονομιάς των αρχαίων Μακεδόνων και του Μ. Αλεξάνδρου που αποκλείεται σε επίπεδο κρατικών ρυθμίσεων και δράσεων. Για «μακεδονικό λαό» μίλησε ο κ. Ζάεφ στις Πρέσπες αναφερόμενος – μπορεί να πει- στο σύνολο αυτών που έχουν «μακεδονική ιθαγένεια» σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 εδ. α της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά και σύμφωνα με το δικαίωμα που του αναγνωρίζει το άρθρο 7 της Συμφωνίας. Στην πρώτη εκδοχή περιλαμβάνει και τα μέλη της αλβανικής κοινότητας και τους άλλους πολίτες του κράτους του που δεν ανήκουν στο «μακεδονικό έθνος». Στη δεύτερη εκδοχή προφανώς περιλαμβάνει όσους αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε μια ταυτοτική αντίληψη που αποδίδεται με τον όρο «μακεδονικός» και αναγνωρίζεται από το άρθρο 7.

Δεν παραγνωρίζω ούτε υποτιμώ τίποτα. Το συμφωνημένο σύνθετο όνομα και η έναντι πάντων χρήση του, η έγκριση της συμφωνίας με δημοψήφισμα και η αναθεώρηση του Συντάγματος των Σκοπίων πριν τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας, είναι σημεία που ανταποκρίνονται στην ενιαία ελληνική εθνική γραμμή και θα συνιστούν – εάν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι θετικό – πολύ ισχυρή εσωτερική νομιμοποίηση της Συμφωνίας στη γειτονική χώρα. Αυτό θα καθιστά βεβαίως και εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη, κάθε προσπάθεια βελτίωσης επιμέρους όρων.

Η erga omnes χρήση ορίζεται με σαφήνεια στη Συμφωνία ( άρθρο 1 παρ. 8 ) και κινείται σε δυο επίπεδα: στο επίπεδο της ευθείας υποχρέωσης του δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους για χρήση του συμφωνημένου ονόματος στο εσωτερικό  ( άρθρο 1 παρ. 3 περ. η ) και διεθνώς τόσο διμερώς όσο και στους διεθνείς οργανισμούς ( άρθρο 1 παρ. 5 ) και στο επίπεδο της υποχρέωσης δέουσας επιμέλειας του δεύτερου συμβαλλόμενου μέρους και το δικαίωμα επίβλεψης και αντίδρασης του πρώτου συμβαλλόμενου μέρους ( άρθρο 1 παρ. 13) ως προς τη συμπεριφορά και άρα τη χρήση του συμφωνημένου ονόματος από τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς ( άρθρο 1 παρ. 6 ). Το περιεχόμενο συνεπώς του όρου erga omnes στη Συμφωνία είναι συγκεκριμένο και ειδικό.      

Δεν θα αναφερθώ εδώ στις τεράστιες εκκρεμότητες που αφήνει η Συμφωνία

( άρθρο 1 παρ. 3 περ. θ) ως προς τα εμπορικά σήματα, τις εμπορικές επωνυμίες, τις γεωγραφικές ενδείξεις προϊόντων κοκ. Τώρα αρχίζει μια μεγάλη, δύσκολη και υψηλού κόστους προσπάθεια ενώπιον των αρμοδίων περιφερειακών και διεθνών οργανισμών στην οποία, αν μη τι άλλο, οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την πολιτική, διοικητική και οικονομική στήριξη του κράτους.

Τα κρίσιμα νομικά ζητήματα

Το μεγάλο νομικό και διπλωματικό ζήτημα είναι ο υβριδικός ή ιδιόμορφος χαρακτήρας της Συμφωνίας σε πολλά της σημεία. Ας δούμε τα κατά τη γνώμη μου πιο κρίσιμα:

α. Το κείμενο που υπογράφηκε στις Πρέσπες εμπεριέχει, κατά τη νομική μου εκτίμηση, δυο επιμέρους συμφωνίες. Μια οριστική που τίθεται σε ισχύ μετά την κύρωσή της από την Ελλάδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 20 και μια νέα ενδιάμεση συμφωνία απλοποιημένης μορφής που ισχύει από την υπογραφή της από τους υπουργούς εξωτερικών και ρυθμίζει την περίοδο της μετάβασης από την υπογραφή έως τη θέση σε ισχύ της οριστικής συμφωνίας.

Η εμπεριεχόμενη στο κείμενο των Πρεσπών νέα ενδιάμεση συμφωνία, συνυπάρχει προς το παρόν με την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι τη θέση σε ισχύ της οριστικής συμφωνίας (άρθρο 1 παρ.1). Αυτή η παρατήρηση μπορεί να αποβεί νομικά και πολιτικά κρίσιμη, αν προκύψουν προβλήματα με το δημοψήφισμα και την αναθεώρηση του Συντάγματος στα Σκόπια ή με την κύρωση στην Ελλάδα στην παρούσα ή σε επόμενη Βουλή. Πρέπει ήδη από τώρα να συνυπολογίζουμε πώς θα μπορούσε τότε να ερμηνευθεί, ως προς την ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας σε συνδυασμό με το άρθρο 21, αλλά και πώς οριοθετείται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 της Συμφωνίας των Πρεσπών. Δεν χρειάζεται να ειπωθούν περισσότερα τώρα, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι η γειτονική χώρα αποδέχεται μια ερμηνεία του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας σύμφωνη με τις ελληνικές θέσεις και όχι με τη σχετική απόφαση του ΔΔΧ. Από την άλλη πλευρά, τα αλλά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ σε περίπτωση που διατηρηθεί σε ισχύ η Ενδιάμεση Συμφωνία, είναι πιθανό να επανεξετάσουν τη θέση που τα ίδια είχαν διατυπώσει μη δεσμευόμενα από το άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
  

β. Η Συμφωνία είναι επίσης υβριδική και από την άποψη ότι έχει συνομολογηθεί, υπογραφεί αλλά και κυρωθεί ( εφόσον επικυρωθεί από τον αρχηγό του γειτονικού κράτους και δημοσιευθεί ο σχετικός εθνικός νόμος που ψηφίσθηκε και επιψηφίσθηκε από τη Βουλή) ad referendum. Πρόκειται για μια ρήτρα ενδεχόμενου αλλά κατά κυριολεξία ad referendum: από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εξαρτάται η έκβαση όλων των εσωτερικών διαδικασιών στα Σκόπια και εν τελεί η πλήρωση των προϋποθέσεων έγκρισης της Συμφωνίας από το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος καθώς μόνη η κύρωση από τη Βουλή του δεν παράγει ούτε εσωτερικά ούτε διεθνή αποτελέσματα, αν δεν ακολουθήσει θετική έκβαση του δημοψηφίσματος που ήδη έχει εξαγγελθεί πολιτικά και αν δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία της δέουσας αναθεώρησης του Συντάγματος.
 

γ. Το υβριδικό όμως αυτό σχήμα συνοδεύεται από τη ρητή πρόβλεψη της Συμφωνίας ( άρθρο 1 παρ. 4 περ. ζ ) ότι εφόσον ολοκληρωθούν αυτές οι διαδικασίες στο δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος, το πρώτο συμβαλλόμενο μέρος «θα κυρώσει άμεσα» τη Συμφωνία («shall promptly ratify this Agreement»). Αυτή η πρόβλεψη είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα θεωρηθεί από το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος, αλλά και από πολλούς ισχυρούς διεθνείς παράγοντες και ίσως από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ο εκπρόσωπος του οποίου υπέγραψε ως μάρτυρας τη Συμφωνία σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις 817(1993) και 845(1993) του ΣΑ του ΟΗΕ, ότι συνιστά διεθνή υποχρέωση της χώρας μας, εφόσον η αναθεώρηση του Συντάγματος περιλαμβάνει όλα τα κρίσιμα σημεία.
 

δ. Η Συμφωνία περιλαμβάνει ρητή υποχρέωση αναθεώρησης συγκεκριμένων διατάξεων και του Προοιμίου ( άρθρο 1 παρ. 1 περ. η και 12 ) και ρήτρα ερμηνείας του Συντάγματος της γείτονος ( άρθρο 4 παρ. 1 και 3 ), σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συμφωνίας ακόμη και μετά τη δέουσα αναθεώρησή του και άρα αποδέχεται την αρχή της υπεροχής του διεθνούς δικαίου, σε αρμονία και με τη Σύμβαση της Βιέννης του 1969 (άρθρο 27). Όμως η ρήτρα περί ερμηνείας ήταν πληρέστερα διατυπωμένη, νομίζω, στο άρθρο 6 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας που συνιστά στοιχείο του διαπραγματευτικού θεμελίου και της ιστορικής ερμηνείας της Συμφωνίας των Πρεσπών και όχι σημείο αντιδιαστολής της Συμφωνίας των Πρεσπών προς την Ενδιάμεση Συμφωνία. Άλλωστε τέτοια υποχρέωση ως προς την ερμηνεία του εθνικού Συντάγματος και γενικότερα της εθνικής νομοθεσίας θα υπήρχε ακόμη και αν στη Συμφωνία ή την Ενδιάμεση Συμφωνία δεν υπήρχαν καθόλου ρητές διατάξεις για τη σύμφωνη με τη διεθνή σύμβαση ερμηνεία του εθνικού Συντάγματος και γενικότερα της εθνικής νομοθεσίας.

ε. Παράδοξο είναι και το ότι μια Συμφωνία που αναφέρεται ευθέως στις αποφάσεις 817 (1993) και 845 ( 1993) του ΣΑ του ΟΗΕ αρκείται ως προς τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν στον ΟΗΕ, στο επίπεδο του ΣΑ και της ΓΣ και αφορούν το όνομα με το οποίο μετέχει στα ΗΕ το δεύτερο συμβαλλόμενο μέρος, μόνο σε μια γενική και ελλειπτική πρόβλεψη ότι τα μέρη ή έστω ένα από αυτά ενημερώνουν το συντομότερο δυνατό τον Γενικό Γραμματέα για τη θέση σε ισχύ της Συμφωνίας και για την ημερομηνία κατά την οποία επήλθε αυτό το έννομο αποτέλεσμα «για την εφαρμογή της στον ΟΗΕ». Αυτό σημαίνει μήπως ότι η Συμφωνία εφαρμόζεται στον ΟΗΕ, όπως και σε κάθε άλλο διεθνή οργανισμό με την έννοια της erga omnes ισχύος του ονόματος «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και ειδικότερα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 παρ. 5 και 6 περ. α για τους διεθνείς οργανισμούς; Νομίζω ότι αυτό δεν αρκεί για τον ΟΗΕ, εφόσον το ζήτημα εκκρεμεί ως σημείο της Ημερήσιας Διάταξης του ΣΑ και εφόσον έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις 817 (1993) και 845 (1993) του ΣΑ που συνιστούν το ρητό και πανηγυρικό δικαιοπρακτικό θεμέλιο της Συμφωνίας που υπογράφτηκε με επίκληση των παραπάνω αποφάσεων από τον κ. Μάθιου Νίμιτς. Είναι περίεργο να υπάρχουν ρητές και αναλυτικές προβλέψεις για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ και μια τόσο γενική αναφορά στην «εφαρμογή στον ΟΗΕ». Το πόση σημασία έχει το θέμα αυτό θα φανεί βεβαίως σε περίπτωση εμπλοκής της κυρωτικής διαδικασίας ( βλ. παραπάνω υπό γ).

Δεν αναφέρομαι καν εδώ σε άλλα νομοτεχνικά ζητήματα και τον συσχετισμό με τις ρυθμίσεις της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο ενός πληρέστερους εσωτερικού επιστημονικού προβληματισμού πριν την υπογραφή της Συμφωνίας.

Η συμβολή της αντιπολίτευσης 

Το μεγάλο πολιτικό και ιστορικό ζήτημα είναι ποίο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας εθνικής διαπραγμάτευσης βασισμένης στην ειλικρινή και καλόπιστη συνεργασία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έθεσε ως στόχο της διαπραγμάτευσής της την υιοθέτηση των αναγκαίων αλλαγών με αναθεώρηση του Συντάγματος της πΓΔΜ, επειδή η αντιπολίτευση ανέδειξε ως κριτήριό της το ζήτημα αυτό προκειμένου να διασφαλισθεί η έναντι πάντων χρήση του σύνθετου ονόματος, όχι μόνο διεθνώς αλλά και στο εσωτερικό. Και αυτό έγινε δεκτό από την άλλη πλευρά. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είχε συμφωνήσει ουσιαστικά στο όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν» μη αντιλαμβανόμενη περί τίνος πρόκειται και μετά την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης και όσων γνωρίζουν ιστορία ανέκρουσε πρύμναν και η άλλη πλευρά το δέχθηκε και συμφώνησε τελικά στο όνομα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Κατά τη λογική αυτή η ιθαγένεια μπορούσε να οριστεί ως «Βορειομακεδονική», αφού περιλαμβάνει άλλωστε και Αλβανούς και άλλους μη σλαβομακεδόνες πολίτες της πΓΔΜ, η γλώσσα μπορούσε να οριστεί ως «σλαβομακεδονική» ή «μακεδονοσλαβική» αφού ούτως ή άλλως είναι σλαβική και το άρθρο 7 μπορούσε να είναι διατυπωμένο πολύ καλύτερα χωρίς να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για αυτοπροσδιορισμούς που τώρα έρχεται να αποδεχθεί και να αναγνωρίσει η Ελλάδα.

Μια νέα κατάσταση από της υπογραφής

 
Η Συμφωνία των Πρεσπών δημιουργεί από την υπογραφή της μια νέα κατάσταση που πρέπει να την περιγράφουμε και να την αντιλαμβανόμαστε με ακρίβεια και πληρότητα για να διαφυλάξουμε, όσο μπορούμε περισσότερο, το εθνικό συμφέρον και το διπλωματικό κεφάλαιο της χώρας. 

Από την υπογραφή όμως της Συμφωνίας και μέχρι τη θέση της σε ισχύ, η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει στην πλευρά της πΓΔΜ. Οι εξελίξεις περνούν μέσα από την έγκριση της Συμφωνίας, με δημοψήφισμα, απευθείας από το εκλογικό σώμα, πιθανές βουλευτικές εκλογές και την αναθεώρηση του Συντάγματος ώστε οι προβλέψεις της Συμφωνίας να καταστούν, σε όσα σημεία πρέπει, μέρος του εθνικού Συντάγματος της γειτονικής μας χώρας. Αν αυτό το δίπτυχο ή τρίπτυχο (περιλαμβανομένων βουλευτικών εκλογών) ολοκληρωθεί, το βάρος μετατίθεται στην κύρωση της Συμφωνίας από την ελληνική Βουλή. Αν δεν ολοκληρωθεί, τίθεται σε αμφιβολία η ευρωατλαντική προοπτική της γειτονικής μας χώρας, άρα η Ελλάδα θα κληθεί εκ των πραγμάτων να τοποθετηθεί απέναντι σε ένα διαφορετικό περιφερειακό τοπίο που θα προκαλεί ισχυρό διεθνές ενδιαφέρον.

***

Ο πρέσβυς επί τιμή κ. Αλέξανδρος Μαλλιάς έχει ζήσει το ονοματολογικό από την αρχή του ως στέλεχος της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών. Γνωρίζει από πρώτο χέρι τα προηγηθέντα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Ορίστηκε ως ο πρώτος επικεφαλής του Γραφείου Συνδέσμου της Ελλάδος στα Σκόπια, υπηρέτησε στη συνέχεια ως πρέσβης στα Τίρανα και μετά στην Ουάσιγκτον. Έχει πλούσια διπλωματική εμπειρία επί του πεδίου. Κυρίως έχει αδιάπτωτο ενδιαφέρον για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας της χώρας. Ενδιαφέρον ως έμπειρος διπλωμάτης, ως ενεργός πολίτης, ως πραγματικός πατριώτης, δηλαδή με την ουσιαστική, ορθολογική και υπεύθυνη έννοια του όρου πατριώτης. Αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία από τη συμφωνία ή τη διαφωνία με επιμέρους εκτιμήσεις και παρατηρήσεις. 

Ο κ. Μαλλιάς παρακολουθεί συστηματικά τα εθνικά θέματα και ανταποκρίνεται στην υποχρέωση να διατυπώνει τις απόψεις του, συμβάλλοντας σε ένα εθνικό διάλογο που δυστυχώς είναι κολοβός και επηρεασμένος σχεδόν πάντα από τις συγκυριακές σκοπιμότητες της εσωτερικής πολιτικής.

Το βιβλίο του αυτό είναι μια πρώτη, άμεση, πολύ χρήσιμη ανάλυση της Συμφωνίας των Πρεσπών που την τοποθετεί στα ιστορικά και ευρύτερα διεθνοπολιτικά συμφραζόμενά της.

Τον συγχαίρω για την ετοιμότητά του και τη συμβολή του στον αναγκαίο εθνικό αναστοχασμό της εξωτερικής πολιτικής και ευρύτερα της ζητούμενης εθνικής στρατηγικής.

Ιούλιος 2018
 

Ευάγγελος Βενιζέλος

Posted by atzirkotis

Navy Officer (retired) - Hellenic Navy and Navy of Cyprus National Guard

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.