Κατά καιρούς τους ασκείται κριτική, όμως οι διεθνείς κατατάξεις των πανεπιστημίων παραμένουν ένα σχετικά χρήσιμο εργαλείο για την αξιολόγηση των ιδρυμάτων. Η θέση των ελληνικών σχολών σε αυτές ποικίλλει, ανάλογα με τη μεθοδολογία που ακολουθείται.

Πηγή: https://insidestory.gr/article/poso-axiopistes-einai-oi-diethneis-katataxeis-ton-panepistimion-kai-pos-pane-ta-ellinika

Είτε είμαστε φοιτητές, είτε απόφοιτοι, είτε εργαζόμενοι σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, είτε γονείς μελλοντικών φοιτητών, υπάρχει κάτι που μας διεγείρει την περιέργεια στην ιδέα μιας κατάταξης πανεπιστημίων από το καλύτερο στο χειρότερο. Θέλουμε να ξέρουμε πόσο καλό είναι το ίδρυμα του οποίου το όνομα αναγράφεται στο πτυχίο μας, ή στο οποίο θα στείλουμε το παιδί μας, και οι διεθνείς κατατάξεις των πανεπιστημίων (rankings) μας υπόσχονται ακριβώς αυτό: μια απλή, κατανοητή και συνεκτική λίστα που κατατάσσει ιδρύματα παγκοσμίως, ανά χώρα και ανά αντικείμενο με βάση ένα συγκρίσιμο αριθμητικό σκορ.

Πόσο ακριβείς, αξιόπιστες και χρήσιμες είναι όμως αυτές οι λίστες; Κατά καιρούς αναζωπυρώνεται η συζήτηση γύρω από αυτές με διάφορες αφορμές. Για παράδειγμα αναταραχές προκάλεσε η πρόσφατη απόφαση του καταξιωμένου Πανεπιστημίου της Ζυρίχης (Universität Zürich) να μην υποβάλλει πια δεδομένα στη διεθνή κατάταξη πανεπιστημίων του Times Higher Education, παρόλο που καταλαμβάνει την 80η θέση παγκοσμίως εκεί. Εν τω μεταξύ, το 2017 το ίδιο πανεπιστήμιο είχε πέσει από τη μια χρονιά στην άλλη 30 θέσεις, δημιουργώντας ερωτήματα για το πώς γίνεται να άλλαξε τόσο πολύ η ποιότητά του μέσα σε έναν χρόνο. Όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του, «τα οφέλη και η επιρροή των κατατάξεων πανεπιστημίων στην επιστήμη συζητούνται εδώ και καιρό ως αμφιλεγόμενα». 

Με αυτήν την αφορμή, αποφασίσαμε να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στις παγκόσμιες κατατάξεις των πανεπιστημίων και τον δημόσιο διάλογο γύρω από αυτές, για να καταλάβουμε πώς λειτουργούν και ποια είναι η κριτική που τους ασκείται.

Οι μεγαλύτεροι και η θέση των ελληνικών σχολών στις λίστες τους

Κατά κοινή ομολογία, οι τρεις μεγαλύτερες και πιο καθιερωμένες κατατάξεις είναι αυτή του Times Higher Education (THE), η κατάταξη της Σαγκάη (Academic Ranking of World Universities, ARWU) και η Quacquarelli Symonds (QS). Τα τελευταία χρόνια έχει μπει δυναμικά στο προσκήνιο και το ευρωπαϊκό U-Multirank project, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Μας αφορούν οι διεθνείς κατατάξεις πανεπιστημίων στην Ελλάδα; «Τα rankings ξεκίνησαν στην Αμερική, ώστε να μπορούν οι φοιτητές και οι γονείς τους να συγκρίνουν και να επιλέγουν πανεπιστήμια. Εμείς δεν έχουμε τέτοιο θέμα, διότι λίγοι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το πανεπιστήμιο που θα φοιτήσουν. Η μεγάλη πλειονότητα πηγαίνει όπου τον στείλουν οι πανελλαδικές εξετάσεις», μας εξηγεί η Βάσω Κιντή, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης και Αναλυτικής Φιλοσοφίας στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ. «Επιπλέον, τα rankings παίζουν ρόλο στην Αμερική επειδή υπάρχει ανταγωνισμός για τις επενδύσεις που γίνονται στα πανεπιστήμια, και για την προσέλκυση όχι μόνο φοιτητών αλλά και καθηγητών. Εμάς αυτό δεν μας αφορά διότι δεν έχουμε κινητικότητα καθηγητών, ούτε έχουμε επενδύσεις από ιδιωτικούς φορείς, ή ακόμα κι αν έχουμε δεν επηρεάζονται από τις κατατάξεις των πανεπιστημίων», προσθέτει.

Υπάρχει όμως και το θέμα του κύρους. Σε ανακοίνωση του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) τον Φεβρουάριο, διαβάζουμε ότι σύμφωνα με τη λίστα «Top Universities by Top Google Scholar Citations», το ΕΚΠΑ καταλαμβάνει την 89η θέση παγκοσμίως και τη 16η θέση στην Ευρώπη, υπολογιζόμενη με βάση τον αριθμό παραπομπών στη μηχανή αναζήτησης για επιστημονική βιβλιογραφία Google Scholar. Επιπλέον, διαβάζουμε ότι σύμφωνα με το «NTU Ranking -Performance Ranking of Scientific Papers for World Universitie, το οποίο επίσης βασίζεται στον αριθμό δημοσιεύσεων των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού των πανεπιστημίων και τον αριθμό των αναφορών που παίρνουν αυτές οι δημοσιεύσεις, το ΕΚΠΑ βρίσκεται στην 89η θέση παγκοσμίως στο αντικείμενο της Ανοσολογίας και στην 100η θέση στη Φαρμακευτική-Τοξικολογία. Τέλος, μαθαίνουμε ότι σύμφωνα με την κατάταξη της Σαγκάης με βάση τα επιστημονικά αντικείμενα (Global Ranking of Academic Subjects), η Ιατρική Σχολή και η Οδοντιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ βρίσκονται στις θέσεις 76-100 παγκοσμίως και στην υψηλότερη θέση στην Ελλάδα:

Η κατάταξη της Σαγκάης για τα ελληνικά πανεπιστήμια στον τομέα της Κλινικής Ιατρικής. [shanghairanking.com]

Ποια είναι όμως η συνολική εικόνα που προκύπτει για τα ελληνικά πανεπιστήμια από τις τρεις μεγάλες διεθνείς κατατάξεις;

Ας δούμε πρώτα πώς τα πάνε συνολικά στη λίστα του Times Higher Education:

ΊδρυμαΚατάταξηΓενικό σκορΑναλογία φοιτητών-διδασκόντωνΔιδασκαλίαΠεριβάλλον ΈρευναςΠοιότητα ΈρευναςΘέση στην αγοράΔιεθνής προοπτικήΔιεθνείς φοιτητές
Πανεπιστήμιο Κρήτης501-60041.0–45.326.519.925.776.564.547.44%
Καποδιστριακό501-60041.0–45.334.022.623.977.389.856.611%
Χαροκόπειο601-80037.0-41.844.925.127.4fight 72.937.441.13%
ΕΜΠ601-800037.0-41.820.326.323.059.159.738.16%
Πανεπιστήμιο Αιγαίου801-100032.7-36.963.518.321.954.48033.91%
Αριστοτέλειο801-100032.7-36.918.222.316.866.352.738.15%
ΟΠΑ801-100032.7-36.953.718.123.653.357.844.55%
Πανεπιστήμιο Πατρών801-100032.7-36.929.419.017.856.268.435.15%
Δημοκρίτειο1001-120028.3-32.636.416.116.554.332.130.43%
Ιωαννίνων1001-120028.3-32.632.614.012.455.947.443.25%
Πολυτεχνείο Κρήτης1201-150022.8-28.233.213.111.150.440.640.74%
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας1201-150022.8-28.246.211.617.139.326.227.92%

Όπως βλέπουμε, στα πρώτα 500 πανεπιστήμια δεν υπάρχει κανένα ελληνικό.

Αντίστοιχα, αναζητούμε τα ελληνικά πανεπιστήμια στην κατάταξη της Σαγκάης:

ΊδρυμαΚατάταξηΕθνική κατάταξη
Καποδιστριακό301-4001
Αριστοτέλειο501-6002
Πανεπιστήμιο Κρήτης701-8003-4
Πανεπιστήμιο Πατρών701-8003-4
ΕΜΠ801-9005-6
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας801-9005-6

Εδώ, φαίνεται να έχουν ελαφρώς καλύτερη μοίρα, με το ΕΚΠΑ να εμφανίζεται στα πρώτα 400. Τέλος, η κατάταξη του QS:

ΊδρυμαΚατάταξηΓενικό σκορ
ΕΜΠ34731.4
Καποδιστριακό44425.8
Αριστοτέλειο53022.1
Πανεπιστήμιο Κρήτης53422
Πανεπιστήμιο Πατρών791-800
ΟΠΑ (;)901-950
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων1001-1200
Πολυτεχνείο Κρήτης1401+

Εδώ, τόσο το ΕΜΠ όσο και το Καποδιστριακό είναι στα πρώτα 500 πανεπιστήμια. 

«Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν εμπλακεί σε αυτή τη διαδικασία κυρίως γιατί θέλουν να προβάλλουν ότι γίνεται καλή δουλειά, επειδή υπάρχουν πολλές επικρίσεις και θέλουν να πουν “ορίστε, εμείς είμαστε στα 1.000 καλύτερα”. Αλλά υπάρχουν χώρες με τον ίδιο περίπου πληθυσμό και ίδια περίπου ανάπτυξη, των οποίων τα πανεπιστήμια είναι σε πολύ καλύτερη θέση στις κατατάξεις, όπως η Πορτογαλία, το Ισραήλ κ.λπ.», λέει η Βάσω Κιντή. Πράγματι, ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψιν τους κολοσσούς της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δηλαδή τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα πανεπιστήμια των οποίων καταλαμβάνουν πάντα τις κορυφαίες θέσεις των κατατάξεων –αν και τα τελευταία χρόνια σε κορυφαίες θέσεις εμφανίζονται και κινεζικά πανεπιστήμια, ενώ το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης είναι πάντα πολύ ψηλά– καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στις πρώτες 400 ή 500 θέσεις εμφανίζονται σταθερά πανεπιστήμια από τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αυστρία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τις σκανδιναβικές χώρες, το Ισραήλ, τη Βραζιλία, την Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Μαλαισία, την Ουγγαρία, την Εσθονία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και την Τουρκία. 

Ο νέος νόμος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια

Στο άρθρο 137 του νέου νόμου για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, διαβάζουμε ότι προϋπόθεση για τη λειτουργία παραρτήματος ξένου πανεπιστημίου στην Ελλάδα είναι αυτό να έχει τουλάχιστον τρεις σχολές, με τουλάχιστον ένα πρόγραμμα πρώτου κύκλου σπουδών η καθεμία. Όμως, υπάρχει μια εξαίρεση: αν ένα μητρικό ίδρυμα καταλαμβάνει μια από τις πρώτες είκοσι θέσεις σε διεθνή κατάταξη πανεπιστημίων, τότε, επιτρέπεται να ανοίξει παράρτημα με μια μόνο σχολή με ένα πρόγραμμα σπουδών. Αυτή η ρύθμιση γεννά σειρά ερωτημάτων, με κυριότερο αυτό: σύμφωνα με ποιαν από τις παγκόσμιες κατατάξεις πανεπιστημίων θα δίνεται η δυνατότητα εξαίρεσης από τον κανονισμό για την ίδρυση παραρτήματος στην Ελλάδα, εφόσον τα πρώτα είκοσι ιδρύματα διαφέρουν από λίστα σε λίστα;

Κάθε μια από τις λίστες δίνει περισσότερη ή λιγότερη έμφαση σε διαφορετικά κριτήρια, με αποτέλεσμα τα πανεπιστήμια να καταλήγουν σε διαφορετικές θέσεις και οι πρώτες εικοσάδες να διαφέρουν σημαντικά. Για παράδειγμα, το Πανεπιστήμιο Τσινγκχουά του Πεκίνου κατέχει τη δωδέκατη θέση στο THE, αλλά δεν είναι καν στα πρώτα 20 σύμφωνα με τη Σαγκάη, ενώ το Πανεπιστήμιο Paris-Saclay είναι δέκατο πέμπτο στη Σαγκάη, αλλά δεν είναι στην πρώτη εικοσάδα του THE. Επίσης, δεν είναι σαφές πόσο μεγάλη διαφορά έχει π.χ. το ίδρυμα στη θέση 18 από το ίδρυμα στη θέση 21, και πώς αυτό το ενδεχόμενο συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο είναι αποτέλεσμα ενός πολυπαραγοντικού υπολογισμού που αλλάζει χρόνο με τον χρόνο, θα επηρεάσει την ποιότητα σπουδών ενός θυγατρικού παραρτήματος του ιδρύματος στο εξωτερικό.

Μεθοδολογία

Οι δείκτες που χρησιμοποιούνται διαφέρουν σημαντικά από κατάταξη σε κατάταξη: για παράδειγμα αυτή της Σαγκάης δίνει έμφαση στο ποσοστό του προσωπικού και των αποφοίτων που έχουν κερδίσει διεθνείς ακαδημαϊκές διακρίσεις, όπως το βραβείο Νόμπελ και το Μετάλλιο Φιλντς, το QS δίνει έμφαση στα αποτελέσματα ενός ερωτηματολογίου που ζητάει τη γνώμη καθηγητών για την ποιότητα των ιδρυμάτων (academic reputation survey), ενώ το THE φαίνεται να έχει την πιο ζυγισμένη και πολυπαραγοντική προσέγγιση, με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στην ποιότητα και το περιβάλλον έρευνας. Για να καταλάβουμε πώς καταλήγουμε στα σκορ των πανεπιστημίων, ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά στο πώς αυτά διαμορφώνονται.

Times Higher Education

Το περιοδικό Times Higher Education ξεκίνησε τις διεθνείς αξιολογήσεις πανεπιστημίων το 2004, σε συνεργασία με το QS, ενώ από το 2014 λειτουργεί ανεξάρτητα και σε συνεργασία με το Elsevier, που παρέχει δεδομένα από τη βάση δεδομένων Scopus. Το THE κάνει μια γενική παγκόσμια κατάταξη ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (world university rankings), καθώς και μία ανά αντικείμενο (subject rankings). Επιπλέον, προσφέρει και άλλες υποκατηγορίες, όπως αυτή των κινεζικών και αραβόφωνων πανεπιστημίων και αυτή της φήμης των πανεπιστημίων (reputation ranking). Όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα, για την παγκόσμια κατάταξη των πανεπιστημίων χρησιμοποιούνται 18 δείκτες, που χωρίζονται σε πέντε κατηγορίες και αθροίζονται σε ένα τελικό σκορ με μέγιστο το 100:

ρανκινγ
Πηγή: World University Rankings 2024: methodology, Times Higher Education (THE)

Για την κατάταξη των ιδρυμάτων χρησιμοποιούνται οι εξής δείκτες που χωρίζονται σε πέντε κατηγορίες:

  • Διδασκαλία
  • φήμη της διδασκαλίας (academic reputation survey)
  • αναλογία φοιτητών/διδασκόντων
  • αναλογία διδακτορικών/προπτυχιακών τίτλων σπουδών
  • αναλογία διδακτορικών/διδακτικού προσωπικού
  • έσοδα του ιδρύματος
  • Περιβάλλον έρευνας
  • φήμη έρευνας (academic reputation survey)
  • έσοδα για έρευνα
  • παραγωγικότητα έρευνας (δημοσιευμένα άρθρα από διδακτικό προσωπικό του ιδρύματος)
  • Ποιότητα έρευνας
  • αντίκτυπος παραπομπών (citation impact)
  • ισχύς έρευνας: βασίζεται στον δείκτη FWCI (Field-weighted Citation Impact), που δείχνει πώς ο αριθμός των αναφορών που έλαβε μια δημοσίευση συγκρίνεται με τον μέσο αριθμό αναφορών που έλαβαν όλες οι παρόμοιες δημοσιεύσεις.
  • αριστεία έρευνας: υπολογίζει πόσες δημοσιεύσεις που προέρχονται από ένα ίδρυμα ανήκουν στο κορυφαίο 10% των δημοσιεύσεων με βάση το FCWI
  • επιρροή έρευνας: εκτός από τον αριθμό αναφορών σε μια δημοσίευση, εξετάζει και την επιρροή των δημοσιεύσεων στη διεθνή παραγωγή επιστημονικού έργου.
  • Διεθνής προσανατολισμός/προοπτικές
  • διεθνείς φοιτητές
  • διεθνές προσωπικό
  • διεθνείς συγγραφικές συνεργασίες
  • φοιτητές που σπουδάζουν με ανταλλαγή στο εξωτερικό (δεν χρησιμοποιήθηκε στην κατάταξη για το 2024) 
  • Βιομηχανία/αγορά
  • έσοδα από την αγορά: η προθυμία της αγοράς να χρηματοδοτήσει την έρευνα ενός πανεπιστημίου
  • πατέντες: πόσες πατέντες προκύπτουν από την έρευνα που γίνεται σε ένα πανεπιστήμιο

Πώς συλλέγονται τα δεδομένα για τις λίστες;

  • Ένας επώνυμος εκπρόσωπος από κάθε ίδρυμα υποβάλλει και εγκρίνει τα στοιχεία του ιδρύματός του για χρήση στην κατάταξη μέσω μιας διαδικτυακής πλατφόρμας. Το THE δεν υποβάλλει από μόνο του στοιχεία χωρίς την επιβεβαίωση συναίνεσης από έναν εκπρόσωπο του ιδρύματος.
  • Τα βιβλιομετρικά δεδομένα (δημοσιεύσεις, παραπομπές) συλλέγονται μέσα από το σύστημα Elsevier, το οποίο το 2023 εξέτασε περισσότερες από 134 εκατομμύρια παραπομπές σε 16,5 εκατομμύρια άρθρα περιοδικών, κριτικές άρθρων, πρακτικά συνεδρίων, βιβλία και κεφάλαια βιβλίων που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια. Συμπεριλαμβάνονται πάνω από 27.950 περιοδικά που υποβάλλονται σε διαδικασία αξιολόγησης από ομότιμους κριτές (peer review).
  • Σφυγμομέτρηση της ακαδημαϊκής φήμης (academic reputation survey): Το THE στέλνει ένα ερωτηματολόγιο σε ένα δείγμα πανεπιστημιακών, όπου τους ζητείται να κατονομάσουν 15 ιδρύματα που θεωρούν οι ίδιοι καλύτερα στον τομέα της διδασκαλίας και 15 στον τομέα της έρευνας. Τα δεδομένα που αντλήθηκαν το 2022 και το 2023 για τη λίστα του 2024 προέρχονται από τις ψήφους περισσότερων από 68.000 πανεπιστημιακών. Επιτρέπεται μεν κανείς να ψηφίσει το ίδρυμα στο οποίο εργάζεται, αλλά αυτό σταθμίζεται ώστε να μη δίνονται άδικα πλεονεκτήματα σε ιδρύματα.

Το THE δεν αξιολογεί όλα τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης του κόσμου. Υπάρχουν προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στη λίστα, όπως π.χ. να μην προσφέρονται αποκλειστικά μεταπτυχιακά προγράμματα, να μην περιορίζονται οι σπουδές σε ένα μόνο θεματικό πεδίο, να έχει το ίδρυμα τουλάχιστον 1.000 δημοσιεύσεις στη βάση δεδομένων του Scopus τα τελευταία πέντε χρόνια και τουλάχιστον 150 δημοσιεύσεις τον χρόνο, και να παρέχονται επαρκή στοιχεία στο THE –δεν μπορούν να λείπουν στοιχεία για περισσότερους από δυο δείκτες-κλειδιά.

Οι λάτρεις της στατιστικής μπορούν να μελετήσουν εδώ αναλυτικά τη μεθοδολογία αξιολόγησης των ιδρυμάτων που χρησιμοποιεί το THE.

Σαγκάη ARWU

Η κατάταξη της Σαγκάης ξεκίνησε το 2003 από το Πανεπιστήμιο Τζιάο Τονγκ της Σαγκάης, ενώ από το 2009 το έχει αναλάβει η Shanghai Ranking Consultancy. Χρησιμοποιεί τα εξής κριτήρια:

  • Ποιότητα εκπαίδευσης: Απόφοιτοι που έχουν κερδίσει το βραβείο Νόμπελ ή το μετάλλιο Φιλντς (10%)
  • Ποιότητα Προσωπικού: α) Προσωπικό που έχει κερδίσει το βραβείο Νόμπελ ή το μετάλλιο Φιλντς (20%) β) Ερευνητές με πολλές παραπομπές (20%)
  • Παραγωγή έρευνας: α) Αριθμός άρθρων στα περιοδικά Nature και Science (δεν υπολογίζεται για ιδρύματα που ειδικεύονται στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες) (20%) β) αριθμός άρθρων στο Science Citation Index – Expanded και Social Science Citation Index (20%)
  • Κατά κεφαλήν ακαδημαϊκή επίδοση (10%) – προκύπτει από τη διαίρεση των σταθμισμένων βαθμολογιών στους πέντε παραπάνω δείκτες, με το μόνιμο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό (η Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτή τη μέτρηση)

Για το World Ranking of Academic Subjects, που αφορά τα επιστημονικά πεδία, αξιολογούνται αντικείμενα από τις φυσικές, ιατρικές, και κοινωνικές επιστήμες καθώς και τη μηχανική. Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή αντικείμενα των ανθρωπιστικών σπουδών όπως φιλοσοφία, ιστορία, φιλολογία κ.λπ. Δίνεται η δυνατότητα κατάταξης με βάση πέντε διαφορετικούς δείκτες: την παραγωγή έρευνας (Q1), την επιρροή της έρευνας (CNCI), τη διεθνή συνεργασία (IC), την ποιότητα της έρευνας (Top) και διεθνή ακαδημαϊκά βραβεία (Award).

Η Σαγκάη αντλεί στοιχεία από διαδικτυακές πηγές όπως το Web of Science, ενώ όσον αφορά τα μεγέθη του προσωπικού, αντλεί στοιχεία από εθνικούς φορείς όπως τα υπουργεία Παιδείας, τις Στατιστικές Αρχές κ.λπ.

Quacquarelli Symonds (QS)

Τα QS World University Rankings της εταιρίας Quacquarelli Symonds ξεκίνησε ως συνεργασία με την Times Higher Education, ενώ πλέον προσφέρει μια ξεχωριστή παγκόσμια κατάταξη πανεπιστημίων, αλλά και λίστες πανεπιστημίων ανά αντικείμενο, καθώς και ανά περιοχή (Ασία, Ευρώπη, Βόρεια Αμερική κ.λπ.). Για τον υπολογισμό του σκορ χρησιμοποιούνται οι εξής δείκτες:

  • Παγκόσμια έρευνα ακαδημαϊκής φήμης: αντίστοιχα με το THE, στέλνεται ένα ερωτηματολόγιο σε ένα επιλεγμένο δείγμα πανεπιστημιακών → 30%
  • Έρευνα φήμης σε εργοδότες: ερωτηματολόγιο που στέλνεται σε επιλεγμένους εργοδότες παγκοσμίως, όπου τους ζητείται να αξιολογήσουν πανεπιστήμια με βάση την επίδοση των αποφοίτων που απασχολούν → 15%
  • Αναλογία φοιτητών/διδασκόντων → 10%
  • Δείκτης αναφορών ανά μέλος ΔΕΠ: το QS συλλέγει και αναλύει βιβλιομετρικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων Scopus της Elsevier→ 20%
  • Ποσοστό διεθνών φοιτητών → 5%
  • Ποσοστό διεθνών μελών ΔΕΠ → 5%
  • Διεθνές δίκτυο έρευνας: χρησιμοποιείται μια προσαρμοσμένη εκδοχή του δείκτη Margalef, που χρησιμοποιείται ευρέως στις περιβαλλοντικές επιστήμες, για τον υπολογισμό του πλούτου σε διεθνείς ερευνητικούς εταίρους ενός ιδρύματος → 5%
  • Αποτελέσματα στον τομέα της απασχόλησης: αξιολογείται η ικανότητα ενός ιδρύματος να εξασφαλίσει επαγγελματική αποκατάσταση στους αποφοίτους → 5%
  • Βιωσιμότητα: δείκτης που αντικατοπτρίζει την έμφαση που δίνει ένα ίδρυμα στη βιωσιμότητα με βάση τα Sustainability Rankings του QS → 5%

Επιπλέον, το QS έχει αντίστοιχα κριτήρια επιλεξιμότητας με αυτά του THE, δηλαδή έναν ελάχιστο αριθμό δημοσιεύσεων, ακαδημαϊκών κλάδων κ.λπ., ενώ αξιολογεί μόνο το κορυφαίο 20% των πανεπιστημίων, όπως προκύπτουν από την παγκόσμια έρευνα ακαδημαϊκής φήμης.

Το ζήτημα της αξιοπιστίας

Ποσότητα vs. ποιότητα

Μια από τις βασικές κριτικές που ασκείται στις κατατάξεις πανεπιστημίων είναι ότι χρησιμοποιούν ποσοτικά και όχι ποιοτικά κριτήρια (αριθμό δημοσιεύσεων και όχι ποιότητα δημοσιεύσεων κ.λπ.). Αυτό είναι ένα σημείο που τονίζουν στις ανακοινώσεις τους τόσο το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, που θα σταματήσει να υποβάλλει στοιχεία στο THE, όσο και το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, που πήρε αυτή την απόφαση το φθινόπωρο του 2023 και ήδη δεν συμπεριλαμβάνεται στη λίστα του 2024. Τα πανεπιστήμια αυτά δεν θεωρούν πως οι δείκτες που χρησιμοποιούνται μπορούν να δώσουν έγκυρες και χρήσιμες πληροφορίες για την πραγματική ποιότητα του συνόλου της έρευνας και της διδασκαλίας που πραγματοποιείται σε τεράστια πανεπιστημιακά ιδρύματα, που έχουν ένα μεγάλο αριθμό κλάδων, ινστιτούτων και διδασκόντων. Αξιολογούν αρνητικά το ανταγωνιστικό περιβάλλον που δημιουργούν οι λίστες και την έμφαση που δίνεται σε κριτήρια όπως ο αριθμός δημοσιεύσεων, κάτι το οποίο ενδεχομένως δίνει κίνητρα στους διδάσκοντες να επικεντρώνονται στην ποσότητα των δημοσιεύσεων και όχι την ποιότητα. Τονίζουν δε πως η συλλογή και οργάνωση των δεδομένων που πρέπει να υποβληθούν στους οργανισμούς είναι μια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία για τα πανεπιστήμια.

«Εγώ προσωπικά δεν επικαλούμαι τα rankings ούτε για κακό, ούτε για καλό. Καλό θα ήταν τα ελληνικά πανεπιστήμια να μπορούν να εμφανίζονται σε αυτές τις λίστες σε καλή σειρά, αλλά δεν είναι αυτό το κύριο, γιατί αυτές βασίζονται πάρα πολύ σε αυτά τα ποσοτικά δεδομένα που δεν είναι αντιπροσωπευτικά της ποιότητας κατά ανάγκη», λέει η Βάσω Κιντή και μας εξηγεί ότι υπάρχουν κακές πρακτικές που χρησιμοποιούν πανεπιστημιακοί για να εκμεταλλευτούν τα ποσοτικά κριτήρια και να βελτιώσουν τεχνητά τον αριθμό αναφορών που γίνονται στο έργο τους – κάτι που επηρεάζει και την κατάταξη του πανεπιστημίου τους. Τέτοιες είναι η πρακτική του citation farming, κατά την οποίαν ένα δίκτυο πανεπιστημιακών συμφωνούν να κάνουν πολλές αναφορές ο ένας στο έργο του άλλου, η εσκεμμένη διαρκής αναφορά στο ίδιον επιστημονικό έργο (self-citation) ή η υποβολή εργασιών στα λεγόμενα αρπακτικά περιοδικά (predatory journals), τα οποία δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα διεθνών επιστημονικών δημοσιεύσεων, αλλά «φουσκώνουν» τα βιογραφικά των πανεπιστημιακών.

Η Συμφωνία για τη Μεταρρύθμιση της Αξιολόγησης της Έρευνας

Ως αφορμή για την απόφασή του το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης επικαλείται τη Συμφωνία για τη Μεταρρύθμιση της Αξιολόγησης της Έρευνας, την οποία υπογράφει πληθώρα πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων και σχετικών ΜΚΟ από διάφορες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου – από την Ελλάδα την έχει υπογράψει το ΕΚΠΑ και το Ερευνητικό Κέντρο «Αθηνά» στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας, των Επικοινωνιών και της Γνώσης. Σκοπός της Συμφωνίας είναι να προωθήσει ένα μοντέλο αξιολόγησης της έρευνας που θα βασίζεται λιγότερο σε ποσοτικά δεδομένα, όπως ο αριθμός δημοσιεύσεων και αναφορών, και περισσότερο σε ποιοτικά κριτήρια με βάση την ομότιμη αξιολόγηση των δημοσιεύσεων (peer review). Εισάγει μια σειρά δεσμεύσεων που θα πρέπει να εφαρμόσουν οι υπογράφοντες μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο, μία από τις οποίες είναι να μην χρησιμοποιούνται τα rankings ως κριτήριο αξιολόγησης του ερευνητικού έργου ενός ερευνητικού οργανισμού – εξ ου και την επικαλείται το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.

«Προκατάληψη» υπέρ των αγγλικών;

Τον Νοέμβριο του 2023, μια Ανεξάρτητη Επιτροπή Ειδικών του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Υγεία του Πανεπιστημίου των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε ένα δελτίο τύπου στο οποίο ασκείται οξύτατη κριτική στην πρακτική των κατατάξεων των πανεπιστημίων και εντοπίζονται εννέα βασικά προβλήματα. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως η ίδια η ιδέα μιας παγκόσμιας κατάταξης πανεπιστημίων είναι προβληματική, καθώς δεν είναι δυνατό να συγκριθούν πανεπιστήμια που λειτουργούν υπό ριζικά διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ανά τον κόσμο. Επιπλέον, η Επιτροπή θεωρεί πως υπάρχει σαφής προκατάληψη της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται υπέρ της αγγλικής γλώσσας και υπέρ ορισμένων ειδών έρευνας και των τομέων STEM (φυσικές επιστήμες, τεχνολογία, μηχανική και μαθηματικά). 

Ρωτήσαμε τη Βάσω Κιντή αν υπάρχει πράγματι προκατάληψη υπέρ των αγγλικών που επηρεάζει δυσμενώς τις αξιολογήσεις των ελληνικών ιδρυμάτων. «Ο ακαδημαϊκός διάλογος σε διεθνές επίπεδο γίνεται στα αγγλικά και αν θέλεις οι κορυφαίοι του χώρου σου να διαβάσουν αυτά που γράφεις και να μετέχεις στον διεθνή διάλογο, θα πρέπει να γράφεις στα καλά περιοδικά, που είναι στα αγγλικά. Αυτό προφανώς είναι μια αδικία για όσους γράφουν σε γλώσσες που δεν είναι τόσο διαδεδομένες, αλλά δεν συμβαίνει μόνο με τα ελληνικά, συμβαίνει με τα ιταλικά, τα γαλλικά, ακόμα και τα γερμανικά. Πολλές φορές, αν είναι σημαντικά αυτά που γράφονται σε αυτές τις γλώσσες, μεταφράζονται εκ των υστέρων, όχι για να μπουν σε περιοδικά, αλλά για παράδειγμα σε τόμους», αναφέρει και προσθέτει πως «είναι αναπότρεπτο να χρησιμοποιείται μία κύρια γλώσσα για την επιστημονική έρευνα, για να υπάρχει άμεση και εύκολη διεθνής επικοινωνία για το καλό της επιστήμης». 

Πλεονέκτημα για κάποιους κλάδους

Όσον αφορά το πλεονέκτημα στις αναφορές που έχουν συγκεκριμένοι επιστημονικοί κλάδοι, όπως η ιατρική, η Κιντή αναφέρει πως «μεγάλος αριθμός αναφορών προκύπτει κυρίως σε ιδρύματα που έχουν ιατρικές σχολές, γιατί τα papers στις ιατρικές σχολές παίρνουν πάρα πολλές αναφορές. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλους κλάδους, όπως π.χ., στην ψυχολογία. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί είναι πολύ μεγάλες αυτές οι κοινότητες διεθνώς και αυτά τα papers έχουν πολλούς συγγραφείς. Όταν είναι πολλοί οι συγγραφείς και αυτοί οι συγγραφείς σε επόμενα άρθρα τους παραπέμπουν σε παλιότερη δουλειά τους, αμέσως διογκώνονται οι αναφορές. Στις ανθρωπιστικές επιστήμες οι συγγραφείς είναι λίγοι. Στη φιλοσοφία, τα άρθρα μας συνήθως έχουν έναν συγγραφέα, το πολύ να έχουν δυο ή πολύ σπάνια τρεις, οπότε εμείς δεν έχουμε αυτή την ευχέρεια να πολλαπλασιάζονται οι δημοσιεύσεις μας, παρόλο που κάποιοι από εμάς δημοσιεύουμε σε ξένα περιοδικά».

Και μία πικρή αλήθεια

«Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν ένα σωρό προβλήματα που δεν εμφανίζονται σε αυτές τις κατατάξεις», λέει η Κιντή. «Δεν λαμβάνουν π.χ. υπόψη τους ότι κλείνουν επί σειρά μηνών, τις φοιτητικές εστίες, το αισθητικό περιβάλλον και τις υποδομές, τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν λίγες ώρες κ.λπ.». Κι όμως η λίστα του Times Higher Education φαίνεται να λαμβάνει τα παραπάνω εν μέρει υπόψιν, καθότι δίνει στα ελληνικά πανεπιστήμια πολύ χαμηλά σκορ στην κατηγορία «περιβάλλον έρευνας». Τα σκορ αυτά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως την έχει βιώσει η Βάσω Κιντή; «Το περιβάλλον έρευνας δεν είναι υποστηρικτικό γιατί δεν έχουμε καλούς χώρους, δεν έχουμε πολλά χρήματα, έχουμε πάρα πολλή γραφειοκρατία και δεν υπάρχει τακτική προκήρυξη προγραμμάτων για έρευνα εντός της Ελλάδας. Τώρα τελευταία έχει κάπως βελτιωθεί ως προς αυτό η κατάσταση. Επίσης, υπάρχει πάρα πολύ μικρή συμμετοχή στο European Research Council, που δίνει χρηματοδότηση για έρευνα αιχμής. Εγώ ήμουν τρία χρόνια αξιολογήτρια στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών και δεν είχα δει ούτε μία πρόταση από την Ελλάδα, ενώ έβλεπα από ερευνητές και από μη ευρωπαϊκές χώρες που είναι συνδεδεμένες με την Ευρώπη, όπως η Γεωργία ή το Ισραήλ», μας εξηγεί. «Αυτό οφείλεται πρώτον σε έλλειψη υποστήριξης μέσα από τα πανεπιστήμια. Για παράδειγμα, όσο ήταν η Βρετανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έπαιρνε το μεγαλύτερο μέρος των grants. Γιατί γινόταν αυτό; Εκτός του ότι έχει καλά πανεπιστήμια και παράδοση στην έρευνα σε πολλούς τομείς, τα πανεπιστήμια εκεί έχουν ειδικά κέντρα που σε βοηθούν να φτιάξεις την αίτησή σου, να τη γράψεις καλά. Εδώ αυτό δεν υπάρχει, είσαι εντελώς μόνος σου. Δεύτερον, για να κάνεις αίτηση στο ERC, πρέπει να έχεις καλό ακαδημαϊκό προφίλ και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχεις ξένες δημοσιεύσεις, βιβλία, ένα διεθνές κύρος, γιατί αυτοί που θα σε κρίνουν εκεί ξέρουν ποια είναι τα καλά περιοδικά και οι καλές δημοσιεύσεις. Βέβαια, εκτός από τα Αdvanced grants που είναι για αυτούς που έχουν καθιερωθεί ακαδημαϊκά, υπάρχουν και τα Starting grants για τους νεότερους, όπου δε χρειάζεται να είσαι καθιερωμένος, αλλά να παρουσιάσεις μία ενδιαφέρουσα πρόταση και να δείξεις πως μπορείς να το φέρεις σε πέρας.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να έχουμε τουλάχιστον αιτήσεις, ακόμα κι αν δεν είναι επιτυχείς, διότι με την επανάληψη μαθαίνεις και την επόμενη φορά που θα κάνεις αίτηση μπορεί να επιτύχεις».

Profile picture for user irinisotiropoulou

Ειρήνη Σωτηροπούλου

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Έχει ζήσει σε Ελλάδα, Αγγλία και Γερμανία. Άρχισε να σπουδάζει οικονομικά στο Βερολίνο αλλά το γύρισε σε φιλοσοφία και κινεζικές σπουδές. Έχει γράψει άρθρα στα dimart και Huffington Post. Ψάχνει σε απροσδόκητα μέρη μικρές και μεγάλες ιστορίες.

Posted by atzirkotis

Navy Officer (retired) - Hellenic Navy and Navy of Cyprus National Guard

Leave a comment

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.